Το χρέος της Ελλάδας είναι μη βιώσιμο, αποφαίνεται προσχέδιο ανάλυσης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η έκθεση με ημερομηνία 26 Ιουνίου 2015 για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους ζητεί την ελάφρυνσή του μέσω της γενναίας επέκτασης των ωριμάνσεων του συνόλου των δανείων που έχει χορηγήσει η ευρωζώνη στη χώρα.
Το ΔΝΤ ξεκαθαρίζει πως εάν δεν υπάρξει «αποτελεσματική αντιμετώπιση» του χρέους (comprehensive operation) εκ μέρους των Ευρωπαίων, τότε εκείνο δεν θα εξετάσει στο Εκτελεστικό Συμβούλιο το ελληνικό πρόγραμμα.
Οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας έως το 2018 ξεπερνούν τα 60 δισ. ευρώΤο Ταμείο εκτιμά πως η Ελλάδα θα χρειαστεί έως το τέλος του 2018 περίπου 60 δισ. ευρώ για να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της, εκ των οποίων περισσότερα από τα 36 δισ. ευρώ εκτιμά πως θα πρέπει να προέλθουν από δάνεια από τη ζώνη του ευρώ.
Η συγκεκριμένη έκθεση δεν έχει συνταχθεί βάσει των νέων δυσμενών δεδομένων που δημιουργούν για την ελληνική οικονομία οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, ενώ δεν λαμβάνει υπόψη τόσο την μη εξόφληση των δόσεων 1,56 δισ. ευρώ προς το Ταμείο, όσο και τον τερματισμό του ευρωπαϊκού προγράμματος και την απώλεια των 10,9 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν στα κεφάλαια του EFSF που θα κάλυπταν τις βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας.
Η προκαταρκτική ανάλυση -που καταρτίσθηκε κατά τις συζητήσεις του ΔΝΤ με τις ελληνικές αρχές τις τελευταίες εβδομάδες- τοποθετεί στα 50,2 δισ. ευρώ τις καθαρές χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας την περίοδο Οκτωβρίου 2015- Δεκεμβρίου 2018.
Ωστόσο, εάν προστεθούν και τα δάνεια των ΔΝΤ και ΕΚΤ που πρέπει να αποπληρωθούν από σήμερα έως τον Οκτώβριο τότε οι χρηματοδοτικές ανάγκες ξεπερνούν τα 60 δισ. ευρώ.
Βασικά σημεία της προκαταρκτικής έκθεσης του ΔΝΤ
-Στην τελευταία αξιολόγηση τον Μάιο 2014, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας εκτιμήθηκε ότι επιστρέφει στην οδό της βιωσιμότητας, αν και παρέμενε πολύ ευάλωτο στα σοκ. Μέχρι αργά το καλοκαίρι του 2014, με τα επιτόκια να έχουν μειωθεί περαιτέρω, φάνηκε ότι δεν θα χρειαζόταν περαιτέρω ελάφρυνση χρέους βάσει του πλαισίου του Νοεμβρίου 2012, αν το πρόγραμμα εφαρμοζόταν όπως είχε συμφωνηθεί.
«Οι νέες χρηματοδοτικές ανάγκες καθιστούν μη βιώσιμη τη δυναμική του χρέους»-Σημαντικές αλλαγές που έγιναν έκτοτε στις πολιτικές –χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και μια αδύναμη μεταρρυθμιστική προσπάθεια που θα επιβαρύνει την ανάπτυξη και τις ιδιωτικοποιήσεις– οδηγούν σε σημαντικές νέες ανάγκες χρηματοδότησης».
-Με δεδομένο επιπλέον το πολύ υψηλό υφιστάμενο χρέος, αυτές οι νέες χρηματοδοτικές ανάγκες καθιστούν μη βιώσιμη τη δυναμική του χρέους. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει είτε εξετάσει κανείς το χρέος βάσει του πλαισίου του Νοεμβρίου 2012 είτε στρέψει την προσοχή στην εξυπηρέτηση του χρέους ή στις συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες.
-Αστοχίες πολιτικής: Το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο του 2014 υπολειπόταν κατά 1,5% του ΑΕΠ σε σχέση με το στόχο του προγράμματος. Επιπρόσθετα, η προτεινόμενη μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα από το 3% στο 1% του ΑΕΠ για το 2015, από το 4,5% του ΑΕΠ στο 2% για το 2016 και εν συνεχεία στο 3% το 2017, στο 3,5% το 2018 κ.ο.κ. θα προσέθετε αθροιστικά περίπου 7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στις χρηματοδοτικές ανάγκες την περίοδο 2015-2018».
-Για να εξασφαλισθεί με υψηλές πιθανότητες ότι το χρέος είναι βιώσιμο, οι ελληνικές πολιτικές πρέπει να επανέλθουν σε σωστή πορεία, αλλά επίσης, κατ’ ελάχιστον, οι ωριμάνσεις των υφιστάμενων ευρωπαϊκών δανείων πρέπει να επιμηκυνθούν σημαντικά, ενώ θα χρειασθεί να παρασχεθεί νέα ευρωπαϊκή χρηματοδότηση με παρόμοιους όρους παραχώρησης για να καλυφθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες τα επόμενα χρόνια. Όμως αν το πακέτο των μεταρρυθμίσεων που εξετάζεται αποδυναμωθεί περαιτέρω –ιδιαίτερα μέσω μιας περαιτέρω μείωσης των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα και ακόμη ασθενέστερων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων– θα καταστεί απαραίτητο να γίνουν κουρέματα του χρέους.
Διαβάστε επίσης: