Σε ανάλυση των βασικών στοιχείων της αγοράς εργασίας προχωρά η Alpha Bank στο δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων που κυκλοφόρησε σήμερα.
Όπως αναφέρει η τράπεζα, «η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας είναι ιδιαίτερα σημαντική για την πορεία της οικονομικής ανακάμψεως, την ενίσχυση της κοινωνικής ευημερίας και τη συμπίεση του επιπέδου φτώχειας στη χώρα μας, μετά την πολυετή οικονομική ύφεση.
Μετά τη μεγάλη απώλεια θέσεων εργασίας στην πρώτη φάση της οικονομικής κρίσεως, το ποσοστό ανεργίας έχει υποχωρήσει κατά 7,1 εκατοστιαίες μονάδες από το ανώτατο επίπεδο τον Ιούλιο του 2013 μέχρι το τέλος του 2017.
Σύμφωνα με τα εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η ανεργία ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού παρουσιάζει ακαμψία τους τελευταίους μήνες καθώς συγκρατήθηκε στο επίπεδο του 20,8% τον Φεβρουάριο, έναντι 20,7% τον Ιανουάριο του 2018, ωστόσο, βρίσκεται κατά 1,8 μονάδες χαμηλότερα σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2017.
Η μείωση του εργατικού δυναμικού τον Φεβρουάριο σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, κατά 16 χιλιάδες άτομα, οδήγησε στην αδυναμία περαιτέρω υποχωρήσεως του ποσοστού ανεργίας παρά τη μείωση του αριθμού των ανέργων κατά 2 χιλιάδες άτομα».
Στην ανάλυση της η τράπεζα δίνει έμφαση σε ορισμένες δομικές αλλαγές σε σχέση με το παρελθόν και τις τρέχουσες διαφορές σε σύγκριση με της Ευρώπη των 27 και τις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ.
Πρώτον, το ποσοστό συμμετοχής του εργατικού δυναμικού (δηλαδή το τμήμα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού που είτε εργάζεται είτε αναζητά εργασία) διατηρεί την ανοδική του τάση ιδιαίτερα μεταξύ των γυναικών. Συγκεκριμένα, το ποσοστό συμμετοχής του εργατικού δυναμικού κινείται ανοδικά στην δεκαετία 2007-2017 και ιδιαίτερα το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών, το οποίο έχει αυξηθεί κατά 5,5 ποσοστιαίες μονάδες στην περίοδο αυτή.
Δεύτερον, οι νέες θέσεις εργασίας αφορούν σε μεγαλύτερο βαθμό – σε σύγκριση με το παρελθόν – σε θέσεις μισθωτής απασχολήσεως σε σχέση με τους αυτοαπασχολούμενους (Γράφημα 1). Ο λόγος μισθωτών προς αυτοαπασχολούμενους (μετρούμενος στον δεξιό άξονα του Γραφήματος με γκρι γραμμή) επίσης αυξήθηκε στο 1,90 το 2017, από 1,78 το 2007.
Τρίτον, παρά το γεγονός ότι το ποσοστό ανεργίας ακολουθεί φθίνουσα πορεία, το μερίδιο των μακροχρόνια ανέργων έχει αυξηθεί σημαντικά, και το ποσοστό ανεργίας των ατόμων που έχουν λάβει σχετικώς χαμηλότερο επίπεδο εκπαιδεύσεως παραμένει υψηλότερο του μέσου όρου. Όπως παρατηρείται το ποσοστό μακροχρόνιων ανέργων, δηλαδή το ποσοστό των ατόμων που παραμένουν εκτός της αγοράς εργασίας για περίοδο άνω του ενός έτους, στην Ελλάδα διαχρονικά βρίσκεται υψηλότερα έναντι του αντίστοιχου ποσοστού της ΕΕ-27 και του ΟΟΣΑ.
Ωστόσο το 2007, έτος πριν την έναρξη της οικονομικής κρίσεως στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό δεν παρουσίαζε μεγάλη απόκλιση από το μέσο όρο της ΕΕ-27, ενώ το 2017 το ποσοστό ανήλθε σε πολύ υψηλό επίπεδο, στο 72,8% του συνόλου των ανέργων, έναντι 44,8% στην ΕΕ-27. Επίσης, στην Ελλάδα συνεχίζει να αυξάνεται ενώ σε ΟΟΣΑ και την ΕΕ-27 παρουσιάζει ελαφρά κάμψη.
Επιπλέον, άτομα με σχετικά χαμηλότερο επίπεδο εκπαιδεύσεως, δηλαδή χωρίς να έχουν ολοκληρώσει σπουδές τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο πρόβλημα ευρέσεως εργασίας στην Ελλάδα.
Το ποσοστό ανεργίας αυτής της κατηγορίας ατόμων (μπλε μπάρα) παρά την υποχώρηση το 2017 σε σχέση με το 2013, ανέρχεται στο 24,2% το 2017, έναντι μόλις 6,7% στην ΕΕ-27 και 11,7% στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ (2016 τελευταία διαθέσιμα στοιχεία).
Τέταρτον, η εκροή εργατικού δυναμικού προς το εξωτερικό διατηρείται αν και με μικρότερη ένταση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια καθώς δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας στη χώρα.
Ωστόσο, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ (Economic Survey 2018: Greece, σελ. 132) οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται απαιτούν λιγότερες δεξιότητες σε σχέση με όσες χάθηκαν κατά την οικονομική κρίση. Τούτο δε, σε συνδυασμό με το υψηλό επίπεδο εκπαιδεύσεως των νέων αποτελεί αναντιστοιχία ανάμεσα στις προσφερόμενες και τις ζητούμενες θέσεις εργασίας γεγονός που οδηγεί συχνά σε αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό.
Επιπλέον, το ποσοστό των νέων ηλικίας 25-29 ετών, που βρίσκονται εκτός εργασίας, εκπαιδεύσεως ή καταρτίσεως ως προς το σύνολο των νέων (NEET: Not in Employment, Education or Training) επιδεινώθηκε σημαντικά στη χώρα μας στην περίοδο 2009-2013, χρονικό διάστημα στο οποίο καταγράφονται και οι μεγαλύτερες μειώσεις του αριθμού των απασχολουμένων, ενώ και ο αριθμός των Ελλήνων μεταναστών κινείται ανοδικά.
Από το 2014 το ποσοστό NEET των νέων βαίνει μειούμενο και παράλληλα παρατηρείται αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων. Εντούτοις, το ποσοστό NEET παραμένει υψηλό, στο 15,3% το 2017 σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο (10,9%), γεγονός που υποδηλώνει είτε ότι μεγάλο ποσοστό νέων βρίσκεται σε μακροχρόνια διαδικασία αναζητήσεως εργασίας, είτε ότι δεν επιζητούν εργασία και παραμένουν οικονομικά ανενεργοί.
Πέμπτον, η επίτευξη μεγαλύτερης ευελιξίας στην αγορά εργασίας στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων που εφαρμόσθηκαν στη χώρα μας αποτυπώνεται στην αύξηση των ποσοστών μερικής και εκ περιτροπής απασχολήσεως.
Ειδικότερα, το ποσοστό μερικής απασχολήσεως αυξήθηκε στο 9,7% το 2017, από 5,4% το 2007, αν και παραμένει κάτω από τον μέσο όρο των χωρών μελών του ΟΟΣΑ, ενώ το ποσοστό της εκ περιτροπής απασχολήσεως διαμορφώνεται το 2017 σε 7,6,%, από 7,2% το 2007.
Η ανοδική πορεία του ποσοστού μερικής και εκ περιτροπής απασχολήσεως, φαινόμενο που παρατηρείται εντονότερα στις νέες θέσεις εργασίας του ιδιωτικού τομέα, αυξάνει την απασχόληση.
Ωστόσο, παρά την αύξηση της απασχολήσεως το 2017, οι μισθολογικές αμοιβές παρέμειναν σε αρκετά χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με τα προ κρίσεως επίπεδα.