Η Asabe Kwambura έχει κουραστεί να περιμένει: Καθισμένη κάτω από ένα δέντρο, η δασκάλα του χωριού κοιτάζει γύρω της νευρικά. Δεν είναι ασφαλές να βρίσκεσαι έξω από το σπίτι σου σε ένα από τα πιο επικίνδυνα μέρη της βορειοανατολικής Νιγηρίας.
«Αυτά είναι τα κορίτσια μας» αναφέρει η Kwambura για τις μαθήτριες που απήχθησαν από τη Μπόκο Χαράμ. «Κατάγονται από το Chibok. Είναι από εδώ», ψελλίζει με δάκρυα στα μάτια.
Γύρω της υπάρχουν διασκορπισμένα θρανία, καμένες αίθουσες, που καταστράφηκαν από τα μέλη της Μπόκο Χαράμ, κατά τη διάρκεια της επίθεσης, πριν από έναν περίπου μήνα.
Το πρόσωπο της Kwambura μοιάζει κουρασμένο. Η απαγωγή των κοριτσιών έχει χαραχθεί στο μυαλό και στη μνήμη όλων των κατοίκων του απομακρυσμένου χωριού.
Το κλίμα είναι βαρύ και οι γονείς φοβούνται πλέον να στείλουν τα κορίτσια τους στο σχολείο. Ο επικεφαλής του συλλόγου γονέων, ο Mohammed Dunoma, δηλώνει στον Guardian: «Η παρουσία της Μπόκο Χαράμ είναι πάντα ένας ορατός κίνδυνος. Δεν ξέρουμε πότε θα έρθουν».
Μία μάνα που η κόρη της είναι ένα από τα θύματα της απαγωγής θρηνεί και καταλογίζει ευθύνες στην κυβέρνηση. Η Esther Yakubu δεν έχει δει την κόρη της Dorcas εδώ και έναν μήνα και φοβάται για τη ζωή της. «Τι θα γίνει με εμάς που μένουμε εδώ; Δεν είμαστε άνθρωποι, δεν είμαστε πολίτες; Μας παράτησαν έρμαια της μοίρας μας, επειδή είμαστε χωρικοί».
«Το παιδί μου βρίσκεται στη Νιγηρία, δεν έχει περάσει τα σύνορα», εκτιμά η Esther. Η αδελφή της Dorcas, Happy, λέει ότι δεν φοβάται τη Μπόκο Χαράμ: «Το μόνο που θέλω είναι να γυρίσει πίσω η αδερφή μου».
Ο γηραιότερος άνθρωπος του χωριού, ο Bitrus Dawa, αναφέρεται στις απαχθείσες, αποκαλώντας τες «οι κόρες μου». Γεννήθηκε το 1910 και θυμάται ότι για πρώτη φορά είδε λευκούς ανθρώπους το 1923. Κάνει λόγο για μία διεφθαρμένη κυβέρνηση «που δεν κατάφερε ποτέ να περιορίσει την δράση της Μπόκο Χαράμ».
Αυτοί είναι κάποιοι από τους απλούς ανθρώπους, τους χωρικούς του Chibok, οι οποίοι με δάκρυα στα μάτια προσεύχονται για ένα και μόνο πράγμα: Να γυρίσουν πίσω «οι κόρες» τους, ζωντανές…