Σύνταξη: Κ. Μπετινάκης
Η είδηση από την Αθήνα για την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους σύμφωνα με την οποία η Γερμανία οφείλει στην Ελλάδα 11 δισεκατομμύρια ευρώ από το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο του 1942 έδωσε στον εκπρόσωπο Τύπου του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών Μάρτιν Γιέγκερ την ευκαιρία να απορρίψει το ενδεχόμενο επιστροφής του δανείου, δηλώνοντας παράλληλα ότι «από ελληνικής πλευράς δεν έχει τεθεί θέμα τέτοιας αξίωσης».
Πρόκειται για επανάληψη της γνωστής παραπλανητικής στάσης της Γερμανίας διαχρονικά ότι με την ελληνο-γερμανική συμφωνία του 1960 έκλεισε κάθε αξίωση της Ελλάδας από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η γερμανική πλευρά γνωρίζει πολύ καλά ότι ο ισχυρισμός της αυτός δεν ισχύει. Διότι το κείμενο της συμφωνίας δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Η συμφωνία αυτή αφορούσε αποκλειστικά σε αποζημιώσεις ύψους 115 εκατ. μάρκων για Έλληνες υπηκόους που διώχθηκαν λόγω της φυλετικής τους καταγωγής, δηλαδή τους Έλληνες Εβραίους. Δεν αναφέρεται και δεν αφορά όμως ούτε στο κατοχικό δάνειο ούτε στις επανορθώσεις.
Τα επιχειρήματα του κυρίου Γιέγκερ:
1) «Η Ελλάδα δεν έθεσε θέμα επιστροφής του κατοχικού δανείου».
2) Κατά τη σύναψη της «Συμφωνίας 2+4» που το 1990 οδήγησε στην ενοποίηση των δύο Γερμανιών, με την οποία έκλεισαν όλα αυτά τα θέματα, η Ελλάδα δεν προέβαλε καμία αντίρρηση, αλλά τη δέχθηκε ανεπιφύλακτα.
3) 70 χρόνια μετά τον πόλεμο οποιαδήποτε τέτοια αξίωση από την περίοδο εκείνη «έχει χάσει τη δικαιολογητική της βάση».
Με τις δηλώσεις αυτές, με τις οποίες αφήνει έκθετες τις μέχρι σήμερα ελληνικές κυβερνήσεις, ο κ. Γιέγκερ θέλει να επιδείξει στο γερμανικό κοινό διάθεση προβολής αντιστάσεων εν όψει της νέας πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα.
Ας σημειωθεί ότι τις τελευταίες δύο μέρες πληθαίνουν οι τοποθετήσεις τόσο στελεχών της ΕΚΤ όσο και της Κομισιόν αλλά και οικονομολόγων που προβλέπουν και συνηγορούν σε κούρεμα του ελληνικού χρέους.
Το Spiegel online, πάντως, επισημαίνει έμμεσα την ένδεια επιχειρημάτων του κ. Γιέγκερ, όταν υπογραμμίζει στην εισαγωγή του άρθρου του ότι το Βερολίνο «επιχειρηματολογεί με την ιστορία».
Το θέμα έχει λήξει με τη «Χάρτα των Παρισίων»
Για να τεκμηριώσει την άποψη ότι το θέμα έχει λήξει, ο κ. Γιέγκερ σημείωσε ότι ήδη στο τέλος της δεκαετίας του ´50 η Γερμανία είχε υπογράψει με 12 δυτικά κράτη, με την Ελλάδα δε το 1960, συμφωνία για την αποζημίωση θυμάτων της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας (εδώ προφανώς εννοούνται Εβραίοι, Ρομά και ομοφυλόφιλοι). Στο άρθρο 3 της συμφωνίας εκείνης αναφέρεται ότι κατά αυτόν τον τρόπο το ζήτημα του «εθνικοσοσιαλιστικού αδίκου» έχει «οριστικά ρυθμιστεί».
Όσον αφορά στις επανορθώσεις για καταστροφές που προκάλεσαν οι δυνάμεις κατοχής, η άποψη του Βερολίνου είναι ότι σχεδόν 70 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου το θέμα των αποζημιώσεων «έχει απολέσει το νομικό του έρεισμα».
Ο Μάρτιν Γιέγκερ υπενθύμισε ότι στη «Συμφωνία 2+4» με την οποία επισφραγίσθηκε το 1990 η γερμανική ενοποίηση δεν γίνεται αναφορά σε επανορθώσεις.
Επιπλέον, η συμφωνία αυτή αναγνωρίστηκε επίσημα την ίδια χρονιά στο πλαίσιο της «Χάρτας των Παρισίων» (Ο κ. Γιέγκερ αναφέρεται εδώ στην τελική συμφωνία του ΟΑΣΕ, της τότε ΔΑΣΕ, την οποία υπέγραψαν οι ηγέτες όλων των χωρών της Ευρώπης, των ΗΠΑ και του Καναδά. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας τότε ήταν ο πρωθυπουργός Κώστας Μητσοτάκης μαζί με τον υπουργό Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά).
Σύμφωνα με τον κ. Γιέγκερ, το γεγονός ότι και η Ελλάδα υπέγραψε αυτήν τη Χάρτα σημαίνει ότι την αναγνωρίζει ως νομικά δεσμευτική στη βάση του διεθνούς δικαίου. Εξού και ο λόγος για τον οποίο το Βερολίνο δεν βλέπει κάποια βάση για ελληνικά αιτήματα επανορθώσεων. Η ίδια θεώρηση ισχύει και για το κατοχικό δάνειο. «Πρόκειται για μια θεμελιωμένη εκτίμηση του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία φυσικά συμπεριλαμβάνει και τη νομική πτυχή» συμπλήρωσε ο κ. Γιέγκερ.
Τα κράτη δεν φέρνουν ευθύνη στο διηνεκές
Σχεδόν όλες οι γερμανικές εφημερίδες που είχαν καλύψει την επίσκεψη του προέδρου της Γερμανίας Γιόαχιμ Γκάουκ στην Αθήνα, τον Μάρτιο του περασμένου χρόνου, με δημοσιεύματά τους είχαν επίσης αναφερθεί στο ζήτημα των επανορθώσεων προς την Ελλάδα.
«Ο Γκάουκ απορρίπτει το αίτημα της Αθήνας για επανορθώσεις» (Frankfurter Allgemeine Zeitung) και «Αποφασιστικά φιλικός» (Süddeutsche Zeitung) ήταν χαρακτηριστικοί τίτλοι άρθρων που συνόψιζαν σε λίγες μόνο λέξεις τη στάση της Γερμανίας στο θέμα των πολεμικών επανορθώσεων.
Η «Süddeutsche Zeitung» σχολίαζε: «Είναι γεγονός ότι η Γερμανία θα συνεχίσει να ζει με την ιστορία του ναζιστικού παρελθόντος και τα θηριώδη εγκλήματά του. Ιδιαίτερα ζωντανό είναι το παρελθόν αυτό στις σχέσεις με την Ελλάδα. Οι περισσότεροι Γερμανοί δεν γνωρίζουν τι συνέβη κατά τη διάρκεια της κατοχής: μαζικές εκτελέσεις, διωγμοί, στέρηση δικαιωμάτων. Στην Ελλάδα ο τρόμος της εποχής εκείνης παραμένει ζωντανός και πουθενά αλλού η επιθυμία για καταβολή επανορθώσεων δεν αποτελεί τόσο κορυφαίο πολιτικό ζήτημα όσο στην Ελλάδα. Για να κατευνάσει τα πνεύματα δεν ήταν αρκετό ότι ο πρόεδρος Γιόαχιμ Γκάουκ βρήκε τα σωστά λόγια στην ομιλία του. Πόσο μάλλον επειδή αναγκάστηκε να απορρίψει τις ελληνικές οικονομικές αξιώσεις. Ως προς το διεθνές δίκαιο η στάση αυτή είναι ορθή».
«Η ψυχρή αδιαφορία απέναντι στους Έλληνες και την επιθυμία τους για επανορθώσεις έχει μακρά ιστορία. Ίσως να είναι εφικτή μια στήριξη των τελευταίων επιζώντων-θυμάτων των ναζί σε εθελοντική βάση. Για την αρχή θα βοηθούσε πολύ αν κάποιοι Γερμανοί δεν αντιμετώπιζαν με υπεροψία την Ελλάδα και την οικονομική κρίση» προσέθετε η εφημερίδα.
«Ουδείς αμφισβητεί όσα έγιναν κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής» υποστήριζε δημοσίευμα της «Die Welt». «Η απόρριψη διαπραγματεύσεων με αντικείμενο τις επανορθώσεις είναι ωστόσο σωστή. Το σύγχρονο Διεθνές Δίκαιο χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από το πνεύμα ότι τα κράτη δεν φέρουν ευθύνη στο διηνεκές. Νέες διεκδικήσεις δρουν στη διεθνή πολιτική σαν ωρολογιακοί μηχανισμοί. Ολόκληρη η ιστορία της αποικιοκρατίας ή ακόμα και ο πόλεμος στο Βιετνάμ θα μπορούσε να τεθεί επί τάπητος» ανέφερε το άρθρο της γερμανικής εφημερίδας.
Αναρμόδιος ο Γιόαχιμ Γκάουκ
Η «Neue Osnabrücker Zeitung» έγραφε για την επίσκεψη του Γερμανού προέδρου στην Ελλάδα: «Ο Γιόαχιμ Γκάουκ απέρριψε το αίτημα για επανορθώσεις τονίζοντας ότι ως πρόεδρος της Γερμανίας είναι αναρμόδιος.
Την ίδια στιγμή, όμως, παραδέχθηκε την ιστορική ενοχή για τις θηριωδίες σε βάρος του άμαχου πληθυσμού. Το να πράξει και τα δύο ταυτόχρονα έμοιαζε με σχοινοβασία. Ο Γιόαχιμ Γκάουκ το πέτυχε, επειδή βρήκε τα κατάλληλα λόγια».
Εφικτός ένας όψιμος συμβιβασμός;
Με αφορμή τη συμπλήρωση 70 χρόνων από τη σφαγή 317 αμάχων από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής στο Κομμένο του Νομού Άρτας, ο Γερμανός καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Χάγκεν Φλάισερ, είχε δώσει συνέντευξη στην «Tageszeitung» του Βερολίνου τον Αύγουστο του 2013.
Γερμανός καθηγητής, ο οποίος ζει μόνιμα στη χώρα μας, είχε υποστηρίξει ότι τα ναζιστικά εγκλήματα στην Ελλάδα έχουν μείνει εν πολλοίς ανεξερεύνητα από τη γερμανική ιστορική έρευνα και δεν έχουν βρει μία θέση στη συλλογική μνήμη των Γερμανών, σε αντίθεση με τις σφαγές στο Λίτσιντε της Τσεχίας και στο γαλλικό Οραντούρ.
Ερωτώμενος για το πόρισμα επιτροπής εμπειρογνωμόνων που εξέτασε σχετικά ντοκουμέντα κατ’ εντολή του ελληνικού Υπουργείου Οικονομικών, υπολογίζοντας σε 162 δισ. ευρώ το ποσό που οφείλει να καταβάλει η Γερμανία ως πολεμική αποζημίωση στην Ελλάδα, εκτιμά ότι στερείται σοβαρότητας.
Όπως σχολιάζει, «στην πολιτική και στον Τύπο κυριαρχεί η λογική ότι όποιος κατονομάσει το μεγαλύτερο ποσό είναι ο μεγαλύτερος πατριώτης. Πάντως, παρά τα κενά στις πηγές, είναι βέβαιο ότι η Ελλάδα υπέστη τις μεγαλύτερες απώλειες συγκριτικά με όλες τις μη σλαβικές χώρες. Μόνο το 1941/2 λιμοκτόνησαν περίπου 100.000 πολίτες. Σημαντική ευθύνη για αυτό φέρουν οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής, οι οποίες λεηλάτησαν τη χώρα».
Αναφερόμενος στις δυνατότητες για ένα είδος όψιμου συμβιβασμού, η εκτίμηση του Χάγκεν Φλάισερ ήταν: «Είναι μη ρεαλιστικό το Βερολίνο να εξοφλήσει στην Αθήνα όλες τις ευθύνες και τα χρέη μιας εγκληματικής κατοχικής πολιτικής. Επιπλέον, πολλές διεκδικήσεις από την Αθήνα είναι εκτός πραγματικότητας. Όμως, με αμοιβαία καλή θέληση υπάρχουν τρόποι. Ο υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε σε συνέντευξη Τύπου στην Αθήνα είχε αφήσει να εννοηθεί ότι υπάρχουν δυνατότητες διαπραγματεύσεων αναφορικά με τα αναγνωρισμένα χρέη του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος. Αν το εννοούσε σοβαρά, τότε έχουν κερδηθεί ήδη πολλά».
Πάγια η γερμανική θέση: «Δεν τίθεται θέμα αποζημιώσεων»
Η γερμανική κυβέρνηση διά του υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από τις 11.04.2013 είχε τοποθετηθεί στο θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων που είχε τότε ανακινηθεί με το πόρισμα της επιτροπής εμπειρογνωμόνων και την πρόθεση των ελληνικών αρχών να τις διεκδικήσουν, «εφόσον υπάρχει νομική βάση».
Τότε, ο Σόιμπλε είχε προειδοποιήσει μέσω της «Neue Osnabrücker Zeitung» «να μην οδηγούνται οι άνθρωποι στην Ελλάδα σε εσφαλμένη κατεύθυνση με όχημα δήθεν νόμιμες αξιώσεις για καταβολή αποζημιώσεων από τη Γερμανία».
«Θεωρώ ότι παρόμοιες δηλώσεις είναι ανεύθυνες. Πολύ πιο σημαντικό από το να οδηγούνται οι άνθρωποι στην Ελλάδα σε εσφαλμένη κατεύθυνση θα ήταν να τους εξηγήσει και να τους διαφωτίσει κάποιος για τον δρόμο προς τις μεταρρυθμίσεις και να τους συνοδεύσει σε αυτήν την πορεία. Η Ελλάδα έχει επιτύχει πολλά μέχρι τώρα, αλλά έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει. Και από αυτήν την κατεύθυνση δεν πρέπει να αποπροσανατολίζεται. Σε ό,τι αφορά στις αξιώσεις για καταβολή αποζημιώσεων δεν βλέπω κάποια ελπίδα, επειδή το ζήτημα αυτό έχει ξεκαθαριστεί από καιρό» είχε δηλώσει στην εφημερίδα ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών.
Για το ίδιο ζήτημα είχε δημοσιευθεί τότε άρθρο στην εφημερίδα «Tagesspiegel» του Βερολίνου. Ο αρθρογράφος περιγράφει με συγκεκριμένους αριθμούς τα δεινά που προκάλεσαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα: «Σε λίγες υπό κατοχή χώρες οι Γερμανοί προκάλεσαν τόσες καταστροφές, όπως στην Ελλάδα. 130.000 άμαχοι, γυναίκες και παιδιά, εκτελέστηκαν ως αντίποινα για τις επιθέσεις των ανταρτών. 70.000 Εβραίοι οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, 300.000 έπαθαν κρυοπαγήματα και πείνασαν, επειδή οι Γερμανοί κατέσχεσαν τρόφιμα και καύσιμα. Το 50% των υποδομών της χώρας και το 75% της βιομηχανίας καταστράφηκαν».
Στο άρθρο περιγράφεται το δίλημμα του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά. «Σε περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση παραιτηθεί από τις αξιώσεις, τότε στην Ελλάδα θα προκαλούνταν κύματα αγανάκτησης. Από την άλλη, ο Αντώνης Σαμαράς δεν θέλει να επιβαρύνει τις σχέσεις του με τη Μέρκελ, τις οποίες με τόσο κόπο αποκατέστησε τελευταία, ζητώντας της βοήθεια ύψους δισεκατομμυρίων ευρώ. Η άποψη ότι με αυτό το ποσό θα μπορούσε να ξεπληρώσει η χώρα μεγάλο μέρος τους δημόσιου χρέους της είναι ελκυστική, αλλά ελάχιστα ρεαλιστική. Τη στιγμή μάλιστα που όλες οι μέχρι τώρα προσπάθειες διεκδίκησης αποζημιώσεων με αγωγές Ελλήνων ενώπιον γερμανικών, ελληνικών και διεθνών δικαστηρίων, έχουν αποτύχει.
» Η ελληνική κυβέρνηση σπρώχνει μακριά αυτό το ευαίσθητο θέμα. Μετά το πόρισμα της επιτροπής εμπειρογνωμόνων το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών θα ζητήσει την άποψη των νομικών του κράτους. Θα κρατήσει σε μάκρος η υπόθεση και θα πρέπει να κρατήσει» ανέφερε το δημοσίευμα.
Με πληροφορίες από κατά καιρούς δημοσιεύματα στην Deutsche Welle
Διαβάστε επίσης: