Του Κώστα Μπετινάκη
Η μεγάλη πλειοψηφία του αμερικάνικου λαού (αλλά και του κόσμου ολόκληρου) δεν είχε ιδέα για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των ειδικών αμερικάνικων δυνάμεων στη Δυτική Αφρική και ειδικότερα στο Νίγηρα, πριν ανακοινωθεί ότι τέσσερις στρατιώτες σκοτώθηκαν εκεί.
H δραστηριότητα του AFRICOM, της αμερικάνικης στρατιωτικής αποστολής στην Αφρική, είχε περάσει «στα ψιλά» των σημαντικότερων συστημικών ΜΜΕ, όχι μόνον των ΗΠΑ.
Κι όμως, από τα μέσα Ιανουαρίου ως τα τέλη Μαρτίου του 2013, αναπτύχθηκαν Αμερικανοί πρασινοσκούφηδες, από την 10η μονάδα των ειδικών δυνάμεων στο Νίγηρα της Δυτικής Αφρικής.
Επίσημα ανακοινώθηκε πως αποστολή τους είναι η εκπαίδευση των τοπικών στρατιωτικών δυνάμεων στη χρήση βαρέων όπλων και την αντιμετώπιση τρομοκρατικών επιθέσεων.
Στις 15 Μαΐου 2013, άλλη μία δύναμη από το ίδιο σώμα των ειδικών δυνάμεων των ΗΠΑ είχε καταφθάσει στο Νίγηρα.
Στα μέσα Αυγούστου ως τα μέσα Σεπτεμβρίου, εκείνης της χρονιάς, οι ομάδες αυτές ενισχύθηκαν με νέες αφίξεις και η αποστολή συμπεριλάμβανε «εκπαιδευτικές επιχειρήσεις σε απομακρυσμένα σημεία της ερήμου, ανάπτυξη οπλικών συστημάτων και ανάλυση πληροφοριών αντικατασκοπείας και άλλα στρατιωτικά ζητήματα» σύμφωνα με στοιχεία του αμερικάνικου Πενταγώνου, που απέκτησε η ιστοσελίδα “The Intercept’’, εκμεταλλευόμενη την «τροπολογία για ελευθερία πληροφόρησης» (Freedom of Information Act).
Στην πραγματικότητα επρόκειτο για επιχειρήσεις, με στόχο την τρομοκρατική δράση που πραγματοποιούσαν μικρές ομάδες των Αμερικάνων πρασινοσκούφηδων, σε συνεργασία με το στρατό του Νίγηρα.
Ουδέποτε κάποια από τις επιχειρήσεις αυτές είχε καλυφθεί από κάποιο αμερικανικό Μέσο. Ώσπου τέσσερα χρόνια μετά την άφιξη της πρώτης δύναμης, στις 3 Οκτωβρίου φέτος, τέσσερις άνδρες των ειδικών δυνάμεων έχασαν τη ζωή τους «σε ενέδρα τρομοκρατών». Δεν είναι συνηθισμένη ιστορία να σκοτώνονται Αμερικάνοι στρατιώτες σε περιοχές, όπου δεν είναι γνωστό πως διεξάγονται πολεμικές επιχειρήσεις.
Αυτό στάθηκε αφορμή για κάποια – μη συστημικά διαδικτυακά Μέσα – να ερευνήσουν το ζήτημα, πέραν του θορύβου για την παρεξήγηση που δημιουργήθηκε από το τηλεφώνημα του προέδρου Τραμπ προς τη μητέρα ενός από τους νεκρούς στρατιώτες.
Έτσι από το ρεπορτάζ – που φυσικά δεν είδε το ευρύτερο φως της δημοσιότητας – διαπιστώθηκε πως 6.000 άνδρες από αμερικανικές ειδικές δυνάμεις έχουν αναπτυχθεί σε πολλές αφρικανικές χώρες.
Μόλις την Τετάρτη της περασμένης εβδομάδας, το NBC News μετέδωσε πως «η κυβέρνηση Τραμπ σχεδιάζει να εντείνει τα πλήγματα εναντίον των τρομοκρατών στο Νίγηρα, με την αποστολή τηλεκατευθυνόμενων αεροσκαφών τύπου “Reaper drones’’. Την ίδια ώρα ρεπουμπλικανοί βουλευτές επιδιώκουν την αποστολή και άλλων αμερικανικών δυνάμεων στην περιοχή.
Όπως επισήμανε δημοσίευμα της βρετανικής «Guardian» οι επιχειρήσεις στο Νίγηρα, αποτελούν «απεικόνιση των εν κρυπτώ μόνιμων αμερικάνικων πολεμικών επιχειρήσεων σε ολόκληρο τον κόσμο, που πραγματοποιούνται δίχως έγκριση από το Κογκρέσο, ή την κάλυψη από τα ΜΜΕ».
Όλα αποδίδονται πλέον στην απόφαση της κυβέρνησης Ομπάμα, το 2013 για την αποστολή 100 πρασινοσκούφηδων στο Νίγηρα «για την υποστήριξη και εκπαίδευση των δυνάμεων της χώρας, καθώς και επιχειρήσεων αντικατασκοπίας». Εκεί υπήρχαν ήδη και γαλλικές δυνάμεις. Η αύξηση της δύναμης σε 800, εξακολούθησε να παραμένει «απαρατήρητη» από τα ΜΜΕ.
Από το Καμερούν στη Σομαλία ως το Τζιμπουτί το Νίγηρα και τη Λιβύη, δραστηριοποιούνται σε περίπου 3.500 επιχειρήσεις ή «προγράμματα», (έτσι επίσημα αποκαλούνται έστω κι αν πρόκειται για εμπλοκές). Πραγματοποιούνται περί τις δέκα καθημερινά, διευκρίνισε στο The Intercept η εκπρόσωπος του Πενταγώνου, ταγματάρχης Audricia Harris.
Η πρώτη αποστολή το 2013 περιλάμβανε 100 άνδρες των ειδικών δυνάμεων. Σήμερα, η δραστηριότητα των αμερικανικών ειδικών δυνάμεων στη Δυτική Αφρική έχει επεκταθεί στο Μάλι, τη Νιγηρία και το Τσαντ.
«Η μεγάλη και “αφανής” συγκέντρωση αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Δυτική Αφρική και ειδικότερα στο Νίγηρα, συντελείται μακριά από διαδικασίες του Κογκρέσου και ενημέρωσης της κοινής γνώμης», όπως επισημαίνει ο William Hartung, διευθυντής του τμήματος Εξοπλισμών και Ασφάλειας του κέντρου για Διεθνή Πολιτική (Center for International Policy).
«Ενώ το Πεντάγωνο κρύβεται πίσω από την “εκπαιδευτική αποστολή ειδικών δυνάμεων”, γνωρίζει πολύ καλά ότι ορισμένες από τις συγκαλυμμένες επιχειρήσεις κρύβουν τον κίνδυνο ευρύτερης αμερικάνικης στρατιωτικής εμπλοκής με απρόβλεπτες συνέπειες» επισημαίνουν πλέον ορισμένοι σχολιαστές.
Το Πεντάγωνο ωστόσο αρνείται να διευκρινίσει το μέγεθος των δυνάμεων που έχουν αποσταλεί στις βάσεις στο Νίγηρα, επικαλούμενο «λόγους ασφαλείας». Σύμφωνα όμως με ορισμένες δημοσιογραφικές πληροφορίες, έχουν μετεγκατασταθεί βάσεις από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, εκεί.
Όλα είχαν ξεκινήσει πιο παλιά, το 2002, όταν βάσει τους αντιτρομοκρατικού προγράμματος γνωστού ως “Pan Sahel Initiative’’ που αργότερα μετονομάσθηκε “Trans-Sahara Counterterrorism Partnership” για την ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων του Τσαντ, του Μάλι, της Μαυριτανίας και του Νίγηρα, αλλά και των γειτονικών τους χωρών.
Για τη χρηματοδότηση του προγράμματος, οι ΗΠΑ διέθεσαν ανάμεσα στα 2009 και 2013, πλέον των $288 εκατομμυρίων. Στο Νίγηρα διατέθηκαν $30 εκατομμύρια και στο Μάλι $40,6 εκατομμύρια.
«Παρ’ όλο που οι ρίζες της τρομοκρατίας είναι πολυσύνθετη υπόθεση – παρατηρεί ο Hartung – η όλο και μεγαλύτερη αμερικάνικη στρατιωτική παρουσία εξυπηρετεί εν τέλει την επιχείρηση στρατολόγησης και άλλων μελών στις τρομοκρατικές ομάδες που δραστηριοποιούνται στην Δυτική Αφρική».
Εκείνο που μπορεί κάποιος να σχολιάσει εν τέλει, είναι πως η αποστολή Αμερικανών στρατιωτών στο Νίγηρα και τις άλλες χώρες της Δυτικής Αφρικής, χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου, μπορεί να είναι παράνομη, αλλά το ίδιο συμβαίνει και με την αποστολή πρασινοσκούφηδων «ως εκπαιδευτών εναντίον των τρομοκρατών» στη Συρία, την Υεμένη και αλλού.
Το Κογκρέσο, παραλείπει διακριτικά να ασκήσει τον συνταγματικό του ρόλο, μετά τον αντιτρομοκρατικό νόμο “AUMF”, που είχε ψηφισθεί λίγο μετά την επίθεσης της 11/9. Νόμου που με 60 λέξεις χρησιμοποιείται εδώ και 16 χρόνια για να δικαιολογήσει αποστολή στρατευμάτων για συγκρούσεις σε πολλές χώρες εναντίον αφανών εχθρών των ΗΠΑ, που δεν υπήρχαν κατά την ψήφισή του.
Πληροφορίες από: The Intercept – The Guardian