Του Κώστα Μπετινάκη
Η βουλευτής Tulsi Gabbard (από τη Δεύτερη περιφέρεια της Χαβάης) υπέβαλε τροπολογία για τον τερματισμό της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (Stop Arming Terrorists Act ) στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Εάν εγκριθεί, τότε θα απαγορεύεται στην αμερικανική κυβέρνηση να χρησιμοποιεί τα δολάρια των Αμερικάνων φορολογούμενων για να εξοπλίζει, εκπαιδεύει και να δίνει οποιαδήποτε υποστήριξη σε οργανώσεις τις οποίες κατονομάζει και είναι οι: Levant Front, Fursan al Ha and other allies of Jabhat Fateh al-Sham, al-Qaeda και ISIS.
Την τροπολογία συνυπογράφουν οι βουλευτές Peter Welch (Δημοκρατικός από το Βέρμοντ), Barbara Lee (Δημοκρατική από την Καλιφόρνια), Dana Rohrabacher (Ρεπουμπλικανή από την Καλιφόρνια), και Thomas Massie (Ρεπουμπλικάνος από το Κεντάκι). Την υποστηρίζουν επίσης, η οργάνωση «Προοδευτικοί δημοκράτες της Αμερικής» [Progressive Democrats of America (PDA)] και το Συμβούλιο Ειρήνης των ΗΠΑ (U.S. Peace Council).
«Σύμφωνα με τον αμερικάνικο νόμο είναι παράνομο για οποιονδήποτε πολίτη της χώρας να χρηματοδοτεί ενισχύοντας την al-Qaeda, τον ISIS ή οποιαδήποτε άλλη τρομοκρατική οργάνωση – κανονικά θα πρέπει να τον στέλνουμε φυλακή»
Όπως είπε καταθέτοντας την τροπολογία η βουλευτής Tulsi Gabbard «σύμφωνα με τον αμερικάνικο νόμο είναι παράνομο για οποιονδήποτε πολίτη της χώρας να χρηματοδοτεί ενισχύοντας την al-Qaeda, τον ISIS ή οποιαδήποτε άλλη τρομοκρατική οργάνωση – κανονικά θα πρέπει να τον στέλνουμε φυλακή». Για να προσθέσει: «Κι όμως η αμερικάνικη κυβέρνηση παραβιάζει αυτόν το νόμο εδώ και χρόνια σιωπηρά υποστηρίζοντας αυτούς που αποκαλεί ‘’συμμάχους’’ και ‘’συνεργάτες’’ μέλη της al-Qaeda, του Ισλαμικού Χαλιφάτου (ISIL), του Jabhat Fateh al Sham και άλλων τρομοκρατικών οργανώσεων, με χρήματα, όπλα και υποστήριξη πληροφοριών αντικατασκοπίας στον αγώνα τους για την ανατροπή της συριακής κυβέρνησης».
Η Αμερικανίδα βουλευτής κατήγγειλε ακόμη ότι «η CIA διοχετεύει κρυφά όπλα και χρήματα μέσω της Σαουδικής Αραβίας, τη Τουρκίας του Κατάρ και άλλων κρατών τα οποία που υποστηρίζουν άμεσα ή έμμεσα παρόμοιες οργανώσεις όπως του Ισλαμικού Χαλιφάτου ή της al-Qaeda, προκειμένου να ενισχύσουν τις θέσεις τους όπως στο Χαλέπι, αλλά και σε άλλες περιοχές της Συρίας».
Στην κατάθεσή της τροπολογίας της η Tulsi Gabbard επικαλείται πρόσφατο άρθρο των New York Times που επιβεβαιώνει πως «οι ανταρτικές ομάδες που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ πολεμούν στο πεδίο της μάχης στη Συρία σε συμμαχία με την αλ-Κάιντα και το Μέτωπο αλ Νούσρα» και τους αποκαλεί «μετριοπαθείς αντάρτες», όρος που χρησιμοποιείται για τους υποστηριζόμενους από τη Δύση αντάρτες που μάχονται για την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ.
Πρόσφατο άρθρο της Wall Street Journal, υποστηρίζει επίσης, ότι «οι περισσότερες ανταρτικές οργανώσεις είναι σύμμαχες με το Μέτωπο al Nusra. Επίσης, κάποιες από τις ομάδες των «μετριοπαθών» ανταρτών έχουν ανανεώσει τη συνεργασία τους με άλλες όπως της Nour al-Din al-Zinki, που υποστηριζόταν από τη CIA και θεωρείτο από τις μεγαλύτερες στο Χαλέπι. Η CIA –γράφει επίσης η εφημερίδα- και το επικαλείται η Gabbard υποστήριζε επίσης επί μακρόν, την οργάνωση Fursan al Haqq (που συνεργάζεται στενά με την al-Qaeda) με τακτική χρηματοδότηση και οπλισμό στον οποίο περιλαμβάνονταν πύραυλοι εδάφους – αέρος».
«Αυτή η τρέλα πρέπει να σταματήσει» καταλήγει στην αγόρευσή της καταθέτοντας την τροπολογία η Gabbard. «Η κυβέρνηση πρέπει να σταματήσει την υποκρισία και να τερματίσει να εξοπλίζει τρομοκράτες».
Ο Stephen Kinzer, καθηγητής στο Watson Institute για διεθνείς Σπουδές του πανεπιστημίου Brown University, γνωστός επίσης για τα βιβλία που έχει συγγράψει και τις δημοσιεύσεις του στον Τύπο δήλωσε:
«Η πρόταση να σταματήσουμε τον ανεφοδιασμό με όπλα των ανταρτών στη Συρία βασίζεται στην αρχή ότι η διοχέτευση με εξοπλισμούς σε πολεμική ζώνη, το μόνο που κάνει είναι να αυξάνονται οι κακουχίες στον πληθυσμό και να γίνεται πιο δύσκολη η επίτευξη ειρήνης. Το Κογκρέσο είχε πάρει ανάλογη απόφαση να σταματήσει τον εφοδιασμό των Κόντρας στη δεκαετία του 1980 ενώ μαινόταν ο εμφύλιος στη Νικαράγουα με τροπολογία (Boland Amendment)».
Με την τροπολογία «για τον τερματισμό του ανεφοδιασμού της τρομοκρατίας», ακούγεται για πρώτη φορά από επίσημα χείλη (βουλευτών του κογκρέσου), οι απόψεις όσων κατηγορούσαν τα φερέφωνα της κυβερνητικής πολιτικής, μέσω των «συστημικών Μέσων του συρμού» ως «πράκτορες της Μόσχας» – όσους επέκριναν δηλαδή την επίσημη θέση της αμερικανικής κυβέρνησης.
Η πολεμική προπαγάνδα συντηρεί την αιματοχυσία
Τα συνεχιζόμενα δημοσιεύματα που παραπληροφορούν το αμερικάνικο κοινό, αποτελούν κάλυψη για την αμερικανική κυβέρνηση να συνεχίσει τις δραστηριότητες της προκειμένου να κλείσει το στόμα σε ανεξάρτητους δημοσιογράφους που αμφισβητούν την πολιτική της Ουάσιγκτον, υποστηρίζει σε άρθρο του ο Robert Parry (*).
Ο ερευνητής ρεπόρτερ υποστηρίζει στο άρθρο του στην ιστοσελίδα “Consortium News ” πως «ένας βασικός λόγος για την πανωλεθρία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, είναι οι καταστροφές που προκαλούνται στις χώρες που δέχονται την ‘’επιθετική επεμβατική πολιτική’’ των ΗΠΑ. Ώστε ακόμη κι όταν οι αξιωματούχοι αναγνωρίζουν την λανθασμένη πολιτική που ακολούθησαν, ο μηχανισμός τους εξακολουθεί να την προπαγανδίζει, με αποτέλεσμα η Ουάσινγκτον να είναι παγιδευμένη από την ίδια της την προπαγάνδα που εμποδίζει την ικανότητα να αλλάξει κατεύθυνση ακόμη κι όταν αυτό είναι προφανές».
Και το άρθρο συνεχίζει: «Έτσι και στην περίπτωση που ακόμη κι όταν οι αξιωματούχοι καταλάβουν ότι ένας ξένος ηγέτης τον οποίο έχουν δαιμονοποιήσει, είναι δύσκολο να εξηγήσουν κατόπιν πως ο ηγέτης αυτός ‘’δεν είναι και τόσο κακός’’ ή τουλάχιστον όχι χειρότερος από κάποια άλλη εναλλακτική λύση».
Έτσι κατηγορήθηκαν όσοι είχαν αναρωτηθεί κατά πόσον έλεγε την αλήθεια η επίσημη ιστορία για το ποιος ήταν υπεύθυνος για την επίθεση με τοξικό αέριο σαρίν έξω από τη Δαμασκό στις 21 Αυγούστου 2013. Τότε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι και σύσσωμος ο συστημικός Τύπος είχαν καταγγείλει την συριακή κυβέρνηση ως υπεύθυνη. Αποδείχθηκε πως επρόκειτο για διασπορά ψευδούς είδησης. Αλλά ποιος άκουσε τις αντίθετες απόψεις. Ή ποιος μάλλον τις δημοσιοποίησε»;
Για κάποιους τα δεδομένα δεν έχουν σημασία
Ούτε αναδημοσιεύθηκε η είδηση που είχε τολμήσει να γράψει η συστημική ιστοσελίδα ‘’The Atlantic’’ ότι ο διευθυντής της Εθνικής Αντικατασκοπίας James Clapper, είχε συμβουλέψει τον πρόεδρο Ομπάμα ότι «δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία» που να αποδίδουν ευθύνη στην συριακή κυβέρνηση. Ούτε δόθηκε σημασία πως ο επανειλημμένα βραβευμένος ερευνητής δημοσιογράφος Seymour Hersh. ότι διέθετε στοιχεία από πηγή της αντικατασκοπίας, πως ήταν το παρακλάδι της al – Qaeda, το Μέτωπο Nusra, που βρισκόταν πίσω από την επίθεση με την ενίσχυση της τουρκικής αντικατασκοπίας.
Για να μην πάμε πιο πίσω στο χρόνο. Ποιος άραγε είχε κάποια αμφιβολία ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ δεν διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής;
Κι όμως το «επιχείρημα», είχε διαδοθεί τόσο έντονα από όλα τα συστημικά Μέσα, προκειμένου να δικαιολογηθεί η πολεμική επιχείρηση εναντίον του ιρακινού λαού, με τα γνωστά επακόλουθα.
Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και τον περασμένο αιώνα, όταν η προπαγάνδα και όχι τα ακριβή γεγονότα είχαν χρησιμοποιηθεί για έναν ακόμη πόλεμο των ΗΠΑ -εναντίον του Βιετνάμ – που είχε αποτέλεσμα να σκοτωθούν 58.000 Αμερικανοί στρατιώτες και εκατομμύρια Βιετναμέζοι.
Και να μην ξεχνάμε την περίπτωση της κατάρριψης του επιβατικού αεροσκάφους της πτήσης MH-17 στην Ουκρανία, πως τα συστημικά Μέσα απέκρυψαν την καταγγελία ερευνητών του ΟΗΕ για ψευδή στοιχεία που είχε δημοσιοποιήσει η ουκρανική κυβέρνηση.
Τώρα ψάχνουν να βρουν τρόπο επιβολής λογοκρισίας στο Διαδίκτυο, επειδή στην εποχή μας πάρα πολύς κόσμος, δεν εμπιστεύεται πλέον τα συστημικά Μέσα, και καταφεύγει στους ανεξάρτητους ιστότοπους για ενημέρωση…
(*) O ερευνητής reporter Robert Parry είχε γίνει γνωστός με τις αποκαλύψεις του στην περίφημη υπόθεση των Iran-Contra στα 1980 στο Associated Press και το Newsweek. Το τελευταίο του βιβλίο, «America’s Stolen Narrative».