Στις 04.40 το πρωί της Παρασκευής, 1.40 ώρα Γκρίνουιτς, άνοιξαν οι μπουκαπόρτες των δύο αμερικανικών πυραυλοφόρων καταδρομικών που περιπολούσαν στην ανατολική Μεσόγειο και εκτοξεύθηκαν 59 Τόμαχοκ που στόχευαν την αεροπορική βάση στην πόλη Χομς.
Η ασύλληπτη τραγωδία μεταξύ των αμάχων στην περιοχή Ιντλίμπ μετά την αδιανόητη έκρηξη σε αποθήκη πυρομαχικών, όπου φυλάσσονταν χημικά όπλα με την ουσία σαρίν, αποτέλεσε το «κλειδί» για τη θεαματική στροφή της εξωτερικής πολιτικής που μέχρι πρότινος επαγγελλόταν ο Ντόναλντ ΤραμπΗ βάση ισοπεδώθηκε με ελάχιστες απώλειες σε ανθρώπους. Το μήνυμα, ωστόσο, ήταν σαφές. Η νέα διακυβέρνηση υπό τον Ντόναλντ Τραμπ πραγματοποιούσε στροφή 180 μοιρών ως προς τις προεκλογικές της επαγγελίες. Από την ανοχή του νέου Αμερικανού προέδρου στο πρόσωπο του Μπασάρ αλ Άσαντ στη χειρουργική αλλά εξαιρετικά ισχυρή επίθεση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων κατά ενός συμβόλου του καθεστώτος της Δαμασκού.
Η αμερικανική κυβέρνηση φρόντισε να στοχεύσει μία περιοχή όπου δεν δραστηριοποιούνται οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις, έτσι ώστε να αποφευχθεί κάθε ενδεχόμενο άμεσης εμπλοκής των Αμερικανών με τις παρούσες επί του συριακού εδάφους ρωσικές δυνάμεις. Επελέγη ένας στόχος, η Χομς, η οποία έχει επανέλθει στον πλήρη έλεγχο του καθεστώτος Άσαντ εδώ και λίγους μήνες.
Το Ισραήλ χειροκρότησε ευθύς αμέσως την για πρώτη φορά ανάληψη στρατιωτικής πρωτοβουλίας από τις ΗΠΑ κατά του Άσαντ. Ανάλογη στάση και με ίσως μεγαλύτερο ενθουσιασμό κράτησε η Άγκυρα, η οποία έθεσε την Τουρκία στη διάθεση των συμμαχικών δυνάμεων που μάχονται το καθεστώς Άσαντ από τη μία αλλά και το ISIS.
Όμως, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην πρώτη επίσημη αντίδραση του ρωσικού παράγοντα. Η Μόσχα καταδίκασε βεβαίως την επίθεση, προειδοποίησε για τον κίνδυνο επιδείνωσης των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων, αλλά ταυτόχρονα, διά στόματος του εκπροσώπου της προεδρίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας, δηλαδή του Πούτιν, άφησε περιθώριο για περαιτέρω ερμηνείες.
Συγκεκριμένα, ο Ρώσος εκπρόσωπος Ντμίτρι Πεσκόφ για πρώτη φορά δήλωσε πως η υποστήριξη της Μόσχας στη Δαμασκό δεν είναι άνευ όρων και πως στη ζοφερή πραγματικότητα τόσο παγκοσμίως όσο και στην Εγγύς Ανατολή δεν είναι δυνατό να υπάρξει ποτέ μία άνευ όρων στήριξη. Αυτή η επίσημη τοποθέτηση θα αποτελέσει τις επόμενες ημέρες το κυρίαρχο θέμα συζήτησης μεταξύ των επιτελείων των δυτικών χωρών όσον αφορά στη μελλοντική συμπεριφορά της Ρωσίας στο εγχείρημα ξαναμοιράσματος της Εγγύς Ανατολής για πρώτη φορά από το 1916 και τη Συνθήκη Σάικς-Πικό.
Τα χημικά όπλα και το απόλυτο άλλοθι
Η ασύλληπτη τραγωδία μεταξύ των αμάχων στην περιοχή Ιντλίμπ μετά την αδιανόητη έκρηξη σε αποθήκη πυρομαχικών, όπου φυλάσσονταν χημικά όπλα με την ουσία σαρίν, αποτέλεσε το «κλειδί» για τη θεαματική στροφή της εξωτερικής πολιτικής που μέχρι πρότινος επαγγελλόταν ο Ντόναλντ Τραμπ.
Είναι προφανές πως πολλά συνέβησαν στον Λευκό Οίκο τις τελευταίες λίγες εβδομάδες από τότε που ο Τραμπ ανέλαβε την εξουσία. Στην Αμερική η μέθοδος ελέγχου των εξουσιών ονομάζεται «checks and balances».
Με λίγα λόγια, αυτό σημαίνει την εξισορρόπηση των προσωπικών στρατηγικών, των επιμέρους τακτικών κινήσεων και κυρίως την εξισορρόπηση των προσωπικών φιλοδοξιών όσων ασκούν εξουσία αλλά και των οικονομικών και θεσμικών λόμπι που την περιβάλλουν. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί η αιφνιδιαστική αλλαγή πλεύσης της Ουάσινγκτον, την οποία -όλως περιέργως- εντοπίζουν στα σημερινά τους δημοσιεύματα όλες οι σοβαρές και έγκυρες ευρωπαϊκές εφημερίδες, από τη γαλλική «Le Monde» έως τον βρετανικό «Guardian» και από την «Die Welt» έως την ιταλική «La Repubblica».
Μένει να εξηγηθεί το πώς συνέβη ο χημικός όλεθρος στην επαρχία Ιντλίμπ. Η παγκόσμια κοινή γνώμη προφανώς θα περιμένει για πολύ, παρά το γεγονός ότι τα υφιστάμενα τεχνολογικά μέσα είναι τέτοια που θα επέτρεπαν ανά πάσα στιγμή να αποκαλυφθεί πώς και πότε και από ποιους προκλήθηκε η έκρηξη στην επίμαχη αποθήκη πυρομαχικών.
Η επόμενη ημέρα
Κανείς δεν θα πρέπει να αμφιβάλει ότι εντός των επομένων εβδομάδων το πολεμικό θέατρο της Εγγύς Ανατολής θα πάρει φωτιά. Η αναμενόμενη πτώση της Μοσούλης, η σχεδιαζόμενη εκστρατεία κατά της πρωτεύουσας των τζιχαντιστών Ράκα στη Συρία, η διαφαινόμενη τουρκική πολεμική επιθετικότητα κατά των Κούρδων στην περιοχή Κιρκούκ του Β. Ιράκ, αλλά και οι πραγματικές βλέψεις του ρωσικού και του ιρανικού παράγοντα στην περιοχή, αποτελούν εκκρεμότητες πολύ σοβαρές, οι οποίες πλέον τίθενται στο τραπέζι. Τo ερώτημα είναι εάν η στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ στη Συρία θα επιταχύνει ή θα επιβραδύνει αυτές τις διαδικασίες.
Και ποιες είναι αυτές;
Κατά τους διεθνείς αναλυτές, τόσο το Ιράκ όσο και η Συρία βρίσκονται προ του ενδεχομένου της πολυδιάσπασης: τριχοτόμησης του Ιράκ (Kούρδοι, σουνίτες, σιίτες) και τουλάχιστον τριχοτόμησης επί του εδάφους της σημερινής Συρίας (Kούρδοι, σιίτες-αλεβίτες, σουνίτες). Κάθε εθνοτική και θρησκευτική οντότητα που αναφέρεται περιβάλλεται από συγκεκριμένες συμμαχίες. Το Ιράν με τους αλεβίτες και τους σιίτες, οι αραβικές χώρες με τους σουνίτες, οι Αμερικανοί-δυτικοί με τους Κούρδους.
Σε αυτή τη σκακιέρα, δύο χώρες επιχειρούν είτε να κερδίσουν είτε να αποφύγουν απώλειες. Η πρώτη χώρα είναι τo Ισραήλ, που επιθυμεί και προσδοκά στη μείωση της επιρροής του Ιράν σε αυτήν την περιοχή, και η δεύτερη χώρα η Τουρκία, η οποία επιδιώκει τη μείωση της επιρροής και ελέγχου των συνόρων της στα νότια και νοτιοανατολικά σύνορά της. Αστάθμητος παράγων η Τουρκία εν όψει δημοψηφίσματος, με πολεμικές κραυγές να ακούγονται ήδη στην Άγκυρα περί προσεχούς πολεμικής εκστρατείας της στην περιοχή του Κιρκούκ. Μία περιοχή στην οποία ζουν Τουρκομάνοι που αποτελούν όμως μικρή μειοψηφία και όπου υπάρχουν πετρέλαια.
Διαβάστε επίσης: