Με ένα εκτενές άρθρο η αμερικανική εφημερίδα «New York Times» επιχειρεί μία αξονική τομογραφία στη διείσδυση του ρωσικού παράγοντα στα Βαλκάνια και πολύ πιο συγκεκριμένα στα Σκόπια, ενώ εκθέτει τις δραστηριότητες του επιχειρηματία Ιβάν Σαββίδη στην ευρύτερη περιοχή, αφήνοντας να εννοηθεί πως εκ Ρωσίας προερχόμενος οικονομικός παράγων ενεργεί για την προώθηση των ρωσικών συμφερόντων στη Βόρεια Ελλάδα και στα δυτικά Βαλκάνια.
Ο Αμερικανός αρθρογράφος Julien Barnes, ο οποίος μεταδίδει από την Ουάσινγκτον, η Helen Cooper, ανταποκρίτρια της εφημερίδας στο Πεντάγωνο, αλλά και ο Eric Schmitt, ο οποίος καλύπτει θέματα εθνικής ασφαλείας – τρομοκρατίας και μυστικών υπηρεσιών, μέσα από 2.000 λέξεις επιχειρούν να αναδείξουν την ανατομία τόσο της ρωσικής στρατηγικής στα δυτικά Βαλκάνια όσο και της συγκεκριμένης δραστηριότητας του επιχειρηματία Ιβάν Σαββίδη, επικαλούμενοι αναφορές και στοιχεία από το πλέγμα των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών που καλύπτει την Ελλάδα, τα Σκόπια και τις γύρω χώρες (Αλβανία, Κόσοβο, Σερβία κ.λπ.).
Οι αρθρογράφοι επισημαίνουν πως τα στοιχεία αυτά συλλέχθηκαν μέσω ηλεκτρονικής παρακολούθησης των επικοινωνιών μεταξύ ρωσικών κέντρων αλλά και του ιδίου του Ιβάν Σαββίδη από την άνοιξη που μας πέρασε έως και πολύ πρόσφατα, με επίκεντρο τη διπλωματική δραστηριότητα ανάμεσα σε Αθήνα και Σκόπια κατά το επίμαχο διάστημα Απριλίου – Σεπτεμβρίου του 2018. Ωστόσο, οι αναφορές των αρθρογράφων στους «New York Times» ανατρέχουν και σε προηγούμενο χρονικό διάστημα και πιο συγκεκριμένα από το 2016 μέχρι το 2018, οπότε και εντοπίστηκε η διείσδυση του ρωσικού παράγοντα στα δυτικά Βαλκάνια.
Κατά τους αρθρογράφους, η συλλογή των στοιχείων πραγματοποιήθηκε από το Russian Influence Group που συγκροτήθηκε στην Ουάσινγκτον μετά την αποκάλυψη της εμπλοκής του ρωσικού παράγοντα στις τελευταίες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ.
Προφανώς, αν και οι αρθρογράφοι δεν το αναφέρουν επί λέξει, αυτή η ομάδα κρούσης των Αμερικανών απαρτίζεται από το δίκτυο των υπηρεσιών ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών εντός και εκτός αμερικανικού εδάφους.
Το άρθρο της αμερικανικής εφημερίδας δεν προσφέρει νέα ή άγνωστα στοιχεία στην υπόθεση αυτή, αλλά συγκεντρώνει όλες τις υφιστάμενες πληροφορίες γύρω από τη διπλωματική και πολιτική δραστηριότητα της Μόσχας στην περιοχή καθώς και γύρω από τις κινήσεις του επιχειρηματία Ιβάν Σαββίδη (διαβάστε ΕΔΩ και ΕΔΩ τις αναρτήσεις του zougla.gr σχετικά με την υπόθεση).
Το περιεχόμενο του άρθρου επικεντρώνει στον τρόπο με τον οποίο ο ρωσικός παράγων επιχείρησε να χειραγωγήσει συμπεριφορές διαφόρων κέντρων αλλά και μεμονωμένων πολιτών και ομάδων στην Ελλάδα και την ΠΓΔΜ λίγο πριν και λίγο μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας των Πρεσπών, αλλά και το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος στη FYROM.
Το άρθρο αναφέρεται με λεπτομέρειες στις παρεμβάσεις υψηλόβαθμων Ρώσων και Αμερικανών διπλωματών που υπηρετούν στα Βαλκάνια, στις Βρυξέλλες αλλά και αλλού, οι οποίες καταδεικνύουν τον μυστικό πόλεμο που έχει ξεσπάσει για τον έλεγχο των δυτικών Βαλκανίων και, όσον αφορά ιδιαίτερα τη Μόσχα, την αποτροπή εισόδου της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Γίνεται εκτενής αναφορά στην αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία απέλασε δύο Ρώσους διπλωμάτες, χαρακτηρίζοντας την κίνηση αυτή ως πρωτοφανή. Εκτενής, επίσης, είναι η αναφορά στη δραστηριοποίηση, όπως ισχυρίζονται οι αρθρογράφοι, του επιχειρηματία Ιβάν Σαββίδη, ο οποίος φέρεται να έχει χρηματοδοτήσει οργανωμένες αντιδράσεις κατά της συμφωνίας των Πρεσπών και στην Ελλάδα και στην ΠΓΔΜ.
Το δημοσίευμα των «New York Times» αναφέρει συγκεκριμένα για τον επιχειρηματία Ιβάν Σαββίδη:
Βρισκόταν ήδη στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος την εποχή που ήταν μέλος της Δούμας, της Κάτω Βουλής της Ρωσίας. Αργότερα «μοίρασε» μια ολόκληρη περιουσία στην ανάπτυξη μιας καπνοβιομηχανίας και εν συνεχεία σε μια σειρά από επιχειρηματικούς τομείς, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα.
Ο κ. Σαββίδης έχει απορρίψει τις κατηγορίες. «Είναι εντελώς ψευδείς και ιδιαίτερα συκοφαντικές (σ.σ.: οι κατηγορίες)» είχε ανακοινώσει η εταιρεία του το περασμένο καλοκαίρι.
Η έκθεση των μυστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα
Η σχετική έκθεση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών διαβιβάστηκε στην Ελλάδα και έπεσε στα χέρια του κ. Jeffrey Pyatt, ενός έμπειρου Αμερικανού διπλωμάτη, ο οποίος είναι και ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα.
Ο κ. Pyatt ήταν κατάλληλα προετοιμασμένος να αναλάβει αυτόν τον ρόλο, έχοντας υπηρετήσει ως πρέσβης της χώρας του στην Ουκρανία από το 2013 έως το 2016, όταν η Ρωσία κατέλαβε την Κριμαία και υποστήριξε τις αυτονομιστικές δυνάμεις στην ανατολική Ουκρανία.
«Δεν υπάρχει κανένας τρόπος με τον οποίο οι Ρώσοι μπορούν να αποδείξουν ότι ο κ. Payatt δεν γνωρίζει τι συμβαίνει» ανέφερε ο γερουσιαστής των Δημοκρατικών και μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων Christopher S. Murphy.
Ο κ. Murphy υποστήριξε ακόμη ότι είχε μιλήσει στον κ. Pyatt για την ανάμειξη της Ρωσίας στο δημοψήφισμα της ΠΓΔΜ, αλλά αρνήθηκε να σχολιάσει τις λεπτομέρειες των συνομιλιών.
Ωστόσο, είναι άλλο πράγμα η συγκέντρωση και η προσκόμιση των συγκεκριμένων πληροφοριών στον Έλληνα πρωθυπουργό και άλλο πράγμα να οδηγηθεί η ελληνική κυβέρνηση στη λήψη άμεσων και δραστικών μέτρων.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός κ. Τσίπρας αρνήθηκε να υποστηρίξει τη Βρετανία – όπως έκανε η υπόλοιπη Ευρώπη – στις κατηγορίες που εξαπέλυσε το Λονδίνο κατά της Μόσχας για την υπόθεση Σκρίπαλ, τονίζουν οι «NYT».
«Αυτό», όπως αναφέρει η εφημερίδα, «έγκειται στο γεγονός ότι το κυβερνών κόμμα είχε ιστορικά στενές σχέσεις με τη Ρωσία».
»Ωστόσο, ο κ. Τσίπρας έλαβε την απόφαση να ενεργήσει», σύμφωνα με την ίδια πηγή, «στο πλαίσιο της προσπάθειας που έκανε να λύσει μια 30ετή διαφωνία με την ΠΓΔΜ και διαπίστωσε ότι η Ρωσία έθετε προσκόμματα στο εγχείρημα αυτό».
Κύκλοι του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, σχολιάζοντας το δημοσίευμα των «New York Times», επεσήμαναν πως το ενδιαφέρον του άρθρου αυτού αφορά στη χρονική στιγμή που επέλεξε ο αμερικανικός παράγων να επιτεθεί σφαιρικά και συνολικά κατά της ρωσικής δραστηριότητας στα Βαλκάνια, αλλά και κατά του εκ Ρωσίας ορμώμενου επιχειρηματία Ιβάν Σαββίδη. Η χρονική αυτή στιγμή συμπίπτει με την ενεργοποίηση σε ύψιστο βαθμό των αντιπάλων πολιτικών παρατάξεων σε Αθήνα και Σκόπια ως προς τη συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και με την εντονότατη προσπάθεια της Δύσης, του ΝΑΤΟ και ιδιαίτερα των Ηνωμένων Πολιτειών για την ομαλή ένταξη της ΠΓΔΜ στην Ατλαντική Συμμαχία και σταδιακά στην Ε.Ε. Η ομαλή αυτή ένταξη προϋποθέτει επικύρωση της συμφωνίας σε όλα τα επίπεδα και από τις δύο χώρες. Ιδιαίτερα, δε, προϋποθέτει την ολοκλήρωση των συνταγματικών αλλαγών, αν είναι εφικτό, στη FYROM, υπό δυσμενείς πολιτικούς συσχετισμούς για την κυβέρνηση Ζάεφ.