Η κατάθεση του 45χρονου Γιώργου Ρουπακιά και οι ισχυρισμοί του ότι βρισκόταν σε άμυνα καταρρίπτονται από τις μαρτυρίες τριών γυναικών που ήταν παρούσες στο περιστατικό και είδαν καρέ-καρέ το σκηνικό της άγριας δολοφονίας.
Η 24χρονη αστυνομικός της ομάδας ΔΙ.ΑΣ., η οποία μαζί με δύο συναδέλφους της συνέλαβαν τον Γιώργο Ρουπακιά αμέσως μετά το φονικό, περιέγραψε στην ανακρίτρια όλα όσα έγιναν και πώς εντόπισαν το όπλο του εγκλήματος.
«Λάβαμε σήμα στις 23.59. Όταν φθάσαμε στο σημείο, ήταν γύρω στα 50 άτομα, στη συμβολή των οδών Τσαλδάρη και Κεφαλληνίας, με ρόπαλα στα χέρια, και κατευθύνονταν προς την καφετέρια “Κοράλι”. Φθάσαμε σε περίπου 10 λεπτά. Εκεί συναντηθήκαμε με μία ακόμη ομάδα ΔΙ.ΑΣ.. Συνολικά ήμασταν οκτώ αστυνομικοί με τέσσερις μοτοσικλέτες.
Στην οδό Παύλου Μελά, που είναι παράλληλη με την Τσαλδάρη, είδαμε διασκορπισμένα γύρω στα 30-40 άτομα, κατά κύριο λόγο μαυροφορεμένα, κάποιοι από αυτούς φορούσαν κράνη, ενώ κάποιοι άλλοι κρατούσαν στα χέρια τους αντικείμενα, που απ’ όσο μπορούσα να καταλάβω ήταν ρόπαλα. Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω ότι εκεί που βρισκόμασταν δεν υπήρχε πολύ φως, γι’ αυτό δεν μπορούσα να διακρίνω καλά τα άτομα.
Όταν φθάσαμε εκεί, η κατάσταση ήταν πολύ ήρεμη. Κάποια στιγμή, μας πλησίασε κάποιος, ο οποίος μας είπε ότι είναι συνάδελφος και ότι τα πράγματα είχαν ηρεμήσει. Όταν τον ρωτήσαμε τι είχε συμβεί, μας είπε ότι κάποιοι είχαν παρεξηγηθεί σε μια καφετέρια για το ματς Ολυμπιακού-Παρί Σεν Ζερμέν, αλλά τώρα έχουν φύγει και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Να διευκρινίσω σε αυτό το σημείο ότι το άτομο που δήλωσε ότι ήταν συνάδελφος, δεν ήταν αστυνομικός, αλλά εξωτερικός φρουρός στις φυλακές Κορυδαλλού.
Ενώ τα πράγματα ήταν ήρεμα, βλέπουμε ξαφνικά τα 30-40 άτομα, που σας είπα πριν, κάποια από αυτά, 10-15 άτομα, να πηγαίνουν από την Κεφαλληνίας προς την Τσαλδάρη. Τρέξαμε και εμείς από πίσω τους και τότε είδαμε ότι στην Τσαλδάρη κάποια άτομα συμπλέκονταν μεταξύ τους. Φωνάξαμε να ηρεμήσουν και, πράγματι, σταμάτησαν να χτυπιούνται. Μόνο δύο άνδρες συνέχισαν να χτυπιούνται.
Γι’ αυτό εγώ μαζί με έναν συνάδελφό μου από άλλη ομάδα πήγαμε να τους χωρίσουμε. Πιάσαμε τον έναν από τους δύο, τον πιο νεαρό, και τον τραβήξαμε για να τον χωρίσουμε. Με το που τον τραβήξαμε, αυτός που είχε πιάσει για να τον χωρίσουμε, φώναξε “με μαχαίρωσε, με μαχαίρωσε”.
Πράγματι, είδαμε στην μπλούζα του στην περιοχή της κοιλιάς είχε αίματα. Ο άλλος σηκώθηκε να φύγει σαν να μην τρέχει τίποτα. Αυτός που είχε μαχαιρωθεί όμως φώναξε: “Αυτός με μαχαίρωσε, που πας να φύγεις ρε μ…. (βρισιά)”, δείχνοντας αυτόν που μόλις πριν από λίγα δευτερόλεπτα τους είχαμε χωρίσει.
Τότε δύο συνάδελφοι (αναφέρει τα ονόματα των συναδέλφων της) πήγαν και ακινητοποίησαν το άτομο που τους έδειξε το θύμα. Τον ακινητοποίησαν σε κοντινή απόσταση, σε 3-4 μέτρα από το σημείο που τους είχαμε δει να χτυπιούνται. Ο δράστης είχε ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου του και ετοιμαζόταν να μπει μέσα. Δεν προέβαλε καμία αντίσταση και μάλιστα, όταν τον ρώτησε ο συνάδελφος γιατί τον χτύπησε, αυτός του απάντησε: “Γιατί χτύπησε κάτι δικούς μου”».
Οι μαρτυρίες των δύο φοιτητριών
Τη σκηνή της δολοφονίας περιέγραψε μια φοιτήτρια 21 ετών που βρισκόταν με μια φίλη της σε καφετέρια και είδε το περιστατικό.
«Είμαι φοιτήτρια και είχαμε πάει για καφέ με τη φίλη μου στο Πασαλιμάνι… Πριν φθάσουμε στο σπίτι, μας σταματήσαμε σε ένα παγκάκι στην Παναγή Τσαλδάρη κοντά στη δεύτερη στάση λεωφορείου. Γύρω στις 23.15, όταν τελείωσε ο αγώνας του Ολυμπιακού, ακούσαμε πολλή φασαρία από τον κάθετο δρόμο και κατευθείαν είδαμε 6-7 άτομα, αγόρια και κορίτσια, να τρέχουν προς την Τσαλδάρη και να φωνάζουν, και άλλα 20 με 30 άτομα να τους κυνηγάνε.
Αυτοί που τους κυνηγούσαν ήταν όλοι άνδρες με ξυρισμένα κεφάλια και φοράγανε μαύρες μπλούζες, άρβυλα και μερικοί από αυτούς παντελόνια παραλλαγής γκρι-μαύρο. Στα 20-30 μέτρα από εκεί που καθόμασταν οι μαυροφορεμένοι πρόλαβαν τρία παιδιά από τα πρώτα και πιάστηκαν στα χέρια. Έβλεπα ότι τους χτυπάγανε πολύ, έριχναν μπουνιές, κλοτσιές.
Κάποια στιγμή είδα από πίσω μου ένα ασημί μακρύ αυτοκίνητο να πηγαίνει ανάποδα στην Τσαλδάρη και να σταματάει σχεδόν μπροστά από τη στάση λεωφορείου, που στεκόταν το ένα από τα παιδιά. Ο οδηγός του αυτοκινήτου κατέβηκε και πήρε “αγκαλιά” το παιδί και κάτι έκανε. Τότε ήρθε η αστυνομία και βγήκε ο συνοδηγός από το αυτοκίνητο, προσπάθησε να χτυπήσει έναν αστυνομικό και μετά έφυγε τρέχοντας.
Τότε άκουσα το παιδί που πήρε αγκαλιά ο οδηγός πριν να φωνάζει πολύ δυνατά: “Μ’ έχει μαχαιρώσει, με μαχαίρωσε δίπλα στην καρδιά, αυτός είναι…” Μετά είδα τους αστυνομικούς να έχουν πιάσει τον οδηγό του αυτοκινήτου και να του έχουν βάλει χειροπέδες. Έπειτα μας μίλησε ένας αστυνομικός, πήγαμε στο τμήμα στο Κερατσίνι και μετά ήρθαμε εδώ στην Υπηρεσία σας».
«Με μαχαίρωσε δίπλα στην καρδιά»
Τη δική της μαρτυρία κατέθεσε στην ανακρίτρια που έχει αναλάβει την υπόθεση ακόμη μία φοιτήτρια που είδε τη συμπλοκή.
«…Το παιδί το χτυπάγανε 2-3 άτομα μαζί, με κράνη, με κλοτσιές, με μπουνιές και μετά τον έπιασε αγκαλιά ένας εύσωμος άνδρας με λίγα γκρίζα μαλλιά και τον χτύπαγε. Τότε ήρθε η αστυνομία και αυτοί που τον χτυπάγανε με τα κράνη αρχίσανε να τρέχουν για να φύγουν και είδα ότι βγήκε ένας άνδρας με ξυρισμένο κεφάλι από τη θέση του συνοδηγού, άρχισε και αυτός να τρέχει, ενώ ο οδηγός έμεινε εκεί. Ταυτόχρονα, άκουσα το παιδί που χτυπάγανε πριν να φωνάζει: “Μ’ έχει μαχαιρώσει, με μαχαίρωσε δίπλα στην καρδιά, αυτός είναι”…».
Εύκολα μπορεί να καταλάβει κάποιος ότι οι ισχυρισμοί του Γιώργου Ρουπακιά ότι βρισκόταν σε άμυνα και τράβηξε το μαχαίρι για να προστατέψει τη ζωή του γκρεμίζονται σαν χάρτινος πύργος, καθώς, σύμφωνα με τις καταθέσεις, πήγε στο σημείο της δολοφονίας αποφασισμένος να σκοτώσει.