Οριστική «ταφόπλακα» σε πιθανές διεκδικήσεις της χώρας μας έναντι της Siemens θέτει η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, παρέχοντας ουσιαστικά «σφραγίδα» νομιμότητας στη συμφωνία συμβιβασμού που είχε υπογραφεί, το 2012 από την τότε κυβέρνηση.
Παρά την αντίθετη απόφαση του Δ’ Τμήματος του ΣτΕ αλλά και την εισήγηση «κόλαφο» για τον επίμαχο συμβιβασμό του συμβούλου Επικρατείας Κωνσταντίνου Κουσούλη με τον οποίο συμφώνησαν μάλιστα ακόμη δύο μέλη της Ολομέλειας, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, έκριναν απαράδεκτες τις προσφυγές που ζητούν την ακύρωση της εν λόγω συμφωνία.
Με ένα σκεπτικό που επικαλείται τυπικούς και μόνο λόγους, ότι δηλ δεν πρόκειται για ένα φορολογικό θέμα με τη στενή έννοια του όρου, η Ολομέλεια του ΣτΕ, κατά πλειοψηφία, απέρριψε τις προσφυγές που είχαν καταθέσει 4 φορολογούμενοι και το μη κερδοσκοπικό Σωματείο με την ονομασία «Έλληνες Φορολογούμενοι» θεωρώντας ότι δεν είχαν έννομο συμφέρον καθώς δεν αρκεί η επίκληση της ιδιότητας του φορολογουμένου για τις προσφυγές.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας άφησαν ανοιχτό μόνο το δρόμο των ποινικών αξιώσεων από τη Siemens για το αδίκημα της φοροδιαφυγής.
Καταπέλτης πάντως ήταν η εισήγηση του κ. Κουσούλη ο οποίος μειοψήφησε με τις άλλους δύο συμβούλους Επικρατείας, Αναστασία Παπαδημητρίου και Όλγα Παπαδοπούλου για τον εγκληματικό ρόλο της Siemens αλλά και τη συγκάλυψη που επιχειρήθηκε με τη συμφωνία συμβιβασμού η οποία φέρει την υπογραφή του τότε υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα.
Οι τρεις μειοψηφούντες σύμβουλοι Επικρατείας χρησιμοποιώντας σκληρή γλώσσα, τόνισαν πως στο εσωτερικό της Siemens είχε δημιουργηθεί εγκληματική οργάνωση χωρίς ποτέ να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της,. Κυρίως όμως απέδωσαν ευθύνες και στο ελληνικό δημόσιο το οποίο, όπως είπαν, συγκάλυψε με την επίμαχη συμφωνία που ζημίωσε τα κρατικά ταμεία με ποσό άνω των 2 δις ευρώ, παράνομες ενέργειες όπως είναι το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, κ.λπ.
Κάνοντας αναφορά ο κ. Κουσούλης στο πόρισμα της εξεταστικής επιτροπή της Βουλής επισήμανε ότι η εν λόγω εταιρεία είχε δημιουργήσει και εφάρμοζε επί δεκαετίες σύστημα δωροδοκίας κρατικών αξιωματούχων, πολιτικών προσώπων και κομμάτων, προκειμένου να αυξηθεί η επιρροή της εταιρείας στην Ελληνική αγορά.
Σύμφωνα με την μειοψηφία η επίμαχη υπόθεση εμφανίζει «μείζονα σημασία για το δημόσιο συμφέρον» και τίθενται «σοβαρά ζητήματα τα οποία αφορούν τις συνταγματικές προϋποθέσεις συμβιβασμού του Ελληνικού Δημοσίου».
Οι σύμβουλοι Επικρατείας Αναστασία Παπαδημητρίου και Όλγα Παπαδοπούλου εξήγησαν δε ι με την «συμφωνία συμβιβασμού» η «Ελληνική Δημοκρατία παραιτείται από την άσκηση των αρμοδιοτήτων για την επιβολή κυρώσεων σε σχέση, μεταξύ των άλλων, και με άλλες παράνομες δραστηριότητες από την πλευρά της Siemens, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται πράξεις αποβλέπουσες στην νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες» (και πράξεις φοροδιαφυγής).
Φυσικά, η μειοψηφία υποστήριξε ότι οι προσφεύγοντες είχαν έννομο συμφέρον.
Στις προσφυγές τους το Σωματείο «Έλληνες Φορολογούμενοι» και οι 3 πολίτες υποστήριζαν ότι η «συμφωνία συμβιβασμού» είναι αντίθετη σε διατάξεις του Συντάγματος.
Ακόμη, ανέφεραν ότι είναι αντίθετη στο Δημόσιο και εθνικό συμφέρον, αφού από την παράνομη δραστηριότητα της Siemens στην Ελλάδα (μίζες, κ.λπ.) προκλήθηκε ζημία στο Ελληνικό Δημόσιο ύψους άνω των 2 δις ευρώ, χωρίς στο ποσό αυτό να περιλαμβάνεται η αποθετική ζημία και η ηθική βλάβη.
Υπενθυμίζεται ότι η επίμαχη συμφωνία απάλλαξε παντελώς την γερμανικών συμφερόντων εταιρεία από την υποχρέωση καταβολής του ποσού αυτού, ενώ το Δημόσιο παραιτήθηκε των αξιώσεων του και συμβιβάστηκε με την καταβολή μόνο των επίμαχων ποσών (80 και 90 εκ. ευρώ) και άλλων όρων.