Με προκήρυξη που έφθασε στα χέρια του zougla.gr, η οργάνωση «Ομάδα Λαϊκών Αγωνιστών» ανέλαβε την ευθύνη για σειρά επιθέσεων.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στο 20σέλιδο κείμενο, η οργάνωση κάνει αναφορά για τρεις επιθέσεις: στο σπίτι του Γερμανού πρέσβη, στις εγκαταστάσεις της Mercedes Benz Hellas και στα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας.

Είδηση αποτελεί το γεγονός ότι η επίθεση στις κτηριακές εγκαταστάσεις της Mercedes Benz έμεινε κρυφή από τα Μέσα Ενημέρωσης και ο συντάκτης της προκήρυξης αναρωτιέται εάν κάτι τέτοιο αποσιωπήθηκε σκοπίμως, έπειτα από αστοχία, ή η ρουκέτα βρήκε τον στόχο της και αποσιωπήθηκε εντελώς από τις Αρχές.

Στην περίπτωση που η ρουκέτα δεν πέτυχε τον στόχο της, λόγω της απόστασης από την οποία ερρίφθη, σύμφωνα με τον συντάκτη της προκήρυξης, πρέπει να βρίσκεται στον περιβάλλοντα χώρο των εγκαταστάσεων.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στο ερώτημα, φυσικά, καλούνται να απαντήσουν τώρα οι Αρχές, καθώς ο καθένας αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο που ελλοχεύει όταν μία τέτοια ρουκέτα βρίσκεται εκτεθειμένη σε κοινή θέα.

Αίσθηση προκαλεί ότι η προκήρυξη είχε σταλεί στο «Ποντίκι» από την προηγουμένη. Προφανώς, οι υπεύθυνοι της εφημερίδας αποφάσισαν να αποσιωπήσουν το γεγονός -διαθέτουν site- για να ενισχύσουν την εφημερίδα που εκδίδεται κάθε Πέμπτη. Τη δημοσίευσαν όμως μετά την ανάρτηση στο zougla.gr ότι εστάλη προκήρυξη… Φρόντισαν, ωστόσο, από την προηγουμένη να ενημερώσουν τις Αρχές, οι οποίες επιδόθηκαν στο κυνήγι του χαμένου θησαυρού, για την ανεύρεση της ρουκέτας που χάθηκε από αστοχία στον περιβάλλοντα χώρο των εγκαταστάσεων της Mercedes Benz. Μέχρι στιγμής, παρά τις εκτεταμένες έρευνες, δεν έχει βρεθεί το άσκαστο βλήμα και τούτη την ώρα ετοιμάζονται να αναλάβουν δράση πυροτεχνουργοί του στρατού.

Το ΚΑΦΑΟ του ΟΤΕ στα Εξάρχεια

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η μοβ σακούλα πίσω από το ΚΑΦΑΟ

Η σακούλα και το στικάκι

Παρατίθεται αυτούσιο το κείμενο δίχως διορθώσεις ή περικοπές:

“Η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου εκμηδένισε κυριολεκτικά τη δυνατότητα επιβίωσης μου που στηριζόταν σε μια αξιοπρεπή σύνταξη που επι 35 χρόνια εγω μόνον (χωρίς ενίσχυση κράτους) πλήρωνα γι’ αυτήν.Επειδή έχω μια ηλικία που δεν μου δίνει την ατομική δυνατότητα δυναμικής αντίδρασης (χωρίς βέβαια να αποκλείω αν ένας Έλληνας έπαιρνε τα καλάσνικωφ ο δεύτερος να ήμουν εγω) δεν βρίσκω άλλη λύση απο ενα αξιοπρεπές τέλος πριν αρχίσω να ψάχνω τα σκουπίδια για τη διατροφή μου.Πιστεύω πως οι νέοι χωρίς μέλλον κάποια μέρα θα πάρουν τα όπλα και στη πλατεία Συντάγματος θα κρεμάσουν ανάποδα τους εθνικούς πρόδοτες, οπως έκαναν το 1945 οι Ιταλοί στον Μουσολίνι (πιάτσα Πορέτο, Μιλάνο)”.

Αυτά τα λόγια άφησε ως κληρονομιά στον Ελληνικό λαο ο Δημήτρης Χριστούλας πριν αυτοκτονήσει στη πλατεία Συντάγματος τον Απρίλιο του 2012.Τα λόγια αυτά αποτελούν ήδη ένα σημείο αναφοράς της σύγχρονης ιστορίας και είναι βέβαιο πως οι επόμενες γενιές θα ανατρέχουν σ’ αυτα για να καταδείξουν τη ντροπή και την οργή της Ελληνικής κοινωνίας στα χρόνια των μνημονίων.Ο Δημήτρης Χριστούλας έκανε την επιλογή να δώσει ενα τραγικό τέλος στη ζωή του προκειμένου να μη ζήσει μια τραγική ζωή. Όμως η πράξη του αυτή δεν ηταν εξατομικευμενή, δεν αφορούσε μονο τον ίδιο και τα αδιεξοδά του. Η πολιτική αυτοχειρία του Δημήτρη Χριστούλα ηταν η έσχατη κραυγή μιας ολόκληρης κοινωνίας που φυτοζωεί. Ήταν το έσχατο κάλεσμα ενος συνανθρώπου μας να αγωνίστουμε ενάντια σε εναν ηθικό,οικονομικό και πολιτισμικό θάνατο που μας περιμένει.Στη μνήμη λοιπόν αυτου του ανθρώπου που έδωσε τη ζωή του για να αφυπνίστουμε και να αγωνίστουμε ώστε να μην χαθούν κι άλλες ζωές
αφιερώνουμε την ένοπλη επιθεσή μας κατα της οικίας του Γερμανου πρέσβη Βόλφγκανγκ Ντόλτ στο Χαλάνδρι.

Επίσης, στο πλαίσιο εκστρατείας εναντίον της Γερμανικής καπιταλιστικής μηχανής επιλέξαμε να βάλλουμε με εκταξευτήρα ρουκετών κατα των κτηριακών εγκαταστάσεων της Mercedes-Benz που βρίσκονται στη περιοχή της Βαρυμπόμπης.Την Κυριακή 12-01-14 και ώρα περίπου 23:00 καταφέραμε να προσεγγίσουμε το στόχο χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί κι αυτή τη φορά προσπαθήσαμε να μην έχουμε μια επανάληψη της περσινής ατυχίας έξω απ’ τα γραφεία της ΝΔ παρά το γεγονός οτι πλησιάσαμε αυτό το ενδεχόμενο.Και αυτό γιατι και η πρώτη απόπειρα εκτόξευσης ρουκέτας κατα των γραφείων της Mercedes απέτυχε και πάλι λόγω αστοχίας υλικού, όμως, αυτή τη φορά επιστρατεύθηκε και η δεύτερη ρουκέτα που φέραμε μαζί μας και η οποία τελικά πυροδοτήθηκε κανονικά και διέγραψε την προσχεδιασμένη διαδρομή.Το γεγονός οτι ακόμα κι όταν γράφεται αυτό το κείμενο,η επίθεση μας αυτή, δεν έχει γίνει-με οποιονδήποτε τρόπο-γνωστή στις διωκτικές αρχές και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης μας οδηγεί στα εξής συμπεράσματα: είτε έχει γίνει μια άθλια απόπειρα συγκάλυψης της ενέργειας (η οποία θα διαφανεί τις επόμενες μέρες μετα τη δημοσίευση της προκήρυξης) είτε λόγω δικής μας λανθασμένης επιλογής σημείου βολής(πιθανον μακριά απ’ τον στόχο) η ρουκέτα δεν διένυσε την επιθυμητή απόσταση και βρίσκεται περιμετρικά των εγκαταστάσεων της Mercedes-Benz.

Οι ενέργειές μας μπορεί να εκπονήθηκαν επιχειρησιακά απο μερικούς συντρόφους όμως είμαστε σίγουροι οτι τη στιγμή των επιθέσεων είχαμε στο πλευρό μας το σύνολο του χειμαζόμενου Ελληνικού λαού.Τη στιγμή που γαζώναμε την υπερπολυτελή βίλα του Γερμανου πρέσβη είχαμε νοητά στο πλάι μας τους χιλιάδες που στήνονται στις ουρές των συσσιτίων για ενα πιάτο φαί,τους χιλιάδες που ρημάζουν στα παγκάκια και τα χαρτόκουτα,στους γονείς που δεν μπορούν να θρέψουν τα παιδιά τους,τους άνεργους,του εργαζόμενους των 400 ευρώ,τους νέους διχως μέλλον. Οι ένοπλες επιθέσεις μας ήταν ενέργειες απόλυτα συγχρονισμένες με το πολιτικό διακύβευμα της εποχής μας που δεν αφορά τίποτα άλλο παρα τον δικο μας πόλεμο έναντια στο πόλεμο που μας έχουν κυρήξει οι ελιτ,ήταν μια εκδξ απόλυτα ταυτισμένη με το λαϊκό αίσθημα δικαίου. Ένα αίσθημα που υπαγόρευε να πάρουν πίσω λίγη απ’ τη βία δυο απ’ τους πλεον εξέχοντες τυράννους της διεθνούς καπιταλιστικής κυριαρχίας στη χώρα μας.

Ένα αίσθημα που υπαγόρευε να κάνουμε αυτά τα καθάρματα να νοιώσουν,έστω και λίγο, πως είναι να ζεις στην ανασφάλεια και στο φόβο.Ήταν τελικά η ικανοποίηση της πλειονότητας του Ελληνικού λαου στο άκουσμα της επίθεσης εναντίον του Γερμανο πρέσβη, ηταν η αναθάρρηση και η αισιοδόξια που έκαναν τελικά αυτήν την επιθέση μας, έργο οχι δικό μας αλλα όλων των καταπιεσμένων. Έργο, αυτού του ταπεινωμένου και  εξαθλιωμένου λαού που πρέπει να θυμηθεί οτι μόνο μέσα απ’ τη δυναμική αντίσταση και τον άγωνα υπάρχει ελπίδα να κερδίσει τη ζωή και τη λευτεριά του. Γι΄αυτό
δεν πρεπει να παραιτηθεί, να φοβηθεί και να υποταχθεί στη βία και στους εκβιασμούς της σύγχρονης καπιταλιστικής δικτατορίας αλλα να βρεί το κουράγιο και το θάρρος για να αντισταθεί.Όσοι λαοί στην ιστορία επέλεξαν να μην ζήσουν σαν σκλάβοι αλλα να σταθούν στα πόδια τους και ανακτήσουν την αξιοπρέπεια και το σεβασμό προχώρησαν συλλογικά στα δύσκολα μονοπάτια του αγώνα.Δεν υπήρξε άλλος δρόμος, δεν υπάρχει αλλού η ελπίδα. Ποτέ και πουθενά οι λαοί δεν κατάφεραν να διώξουν
τους τυράννους τους χωρίς σκληρούς αιματηρούς αγώνες. Οι γενικευμένες αντιστάσεις και οι επαναστάσεις ήταν αυτές και μόνο αυτες που γύρισαν τις σελίδες της ιστορίας όταν οι αφεντές αυτού του κόσμου βύθιζαν την ανθρωπότητα στο φαύλο κύκλο της βίας και της βαρβαρότητας.

Η Ελλάδα που αυτή τη στιγμή διανύει άλλον ένα ιστορικό κύκλο βαρβαρότητας, βρίσκεται στο έπικεντρο της παγκόσμιας προσοχής τόσο γιατί στην οικονομιά της εφαρμόζονται πιλοτικά-πειραματικά προγράμματα ωστε να διασωθεί και να αναδιαμορφωθεί το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα, κυρίως προς όφελος της Γερμανίας, όσο και γιατί ο Ελληνικός λαός και κυρίως η νεολαία του έχει μια πλούσια εμπειρία απο αγώνες, αντιστάσεις και εξεγέρσεις. Η προσοχή λοιπόν ειναι στραμμένη προς τα εδώ τοσο απ’ τις ελιτ οι οποιες αναμένουν αποτελέσματα κυρίως μέσω της φτωχοποίησης του Ελληνικού λαού, για να πάρει πάλι μπρος η καπιταλιστική μηχανή, οσο και απ’ τους υπόλοιπους δοκιμαζόμενους λαούς οι οποιοι ελπίζουν οτι απ’ την Ελλάδα θα ξεκινήσει η σπίθα που θα φουντώσει τις αντιστάσεις σε όλο τον Ευρωπαϊκό χώρο. Μπροστά λοιπόν στην απαίτηση της εποχής να ανακόψουμε τη κοινωνική καταστροφή που επιβάλουν οι ελίτ και ταυτόχρονα να υψώσουμε τη σημαία της αντίστασης και της ελπίδας προς τους λαούς της Ευρώπης θεωρούμε ως προϋπόθεση τη σύνθεση θέσεων μάχης που θα συγκλίνουν προς μια επαναστατική προοπτική, που θα θέσουν δηλαδή τη κοινωνική επανάσταση ως τη μονη απάντηση των λαών απέναντι στη κριση.Όμως, πριν κάποιοι μιλήσουν για το ανέφικτο των επαναστάσεων σήμερα, εμείς τους καλούμε να κοιτάξουν καλύτερα γύρω τους και να αντιληθφούν το χρέος μας πρώτα ως άνθρωποι και υστερα ως αγωνιστές απέναντι στον όλεθρο που μας περιβάλει. Χρέος μας, χρέος ολων των κοινωνικών αγωνιστών που έζησαν σε κρίσιμες ιστορικές συγκυρίες, οπως η σημερινή, ήταν και είναι να καταγράφουν τους ταξικούς συσχετισμούς, να αφουγκράζονται τη κοινωνική δυσαρέσκεια, να υποδαυλίζουν το ξέσπασμα της εξέγερσης και όταν αυτή συμβεί να τη καθοδηγούν, όντας έτοιμοι γι’ αυτήν, σε μια ολομέτωπη σύγκρουση με το καθεστώς, σε μια επαναστατική κατάσταση. Σήμερα λοιπον, η άσκηση πολιτικής προς μια επαναστατική κατεύθυνση δεν ειναι απεραντολογία ούτε αυταπάτη, ειναι καθήκον. Είναι η μόνη ρεαλιστική απάντηση των λαών απέναντι στη ταπείνωση και τη αέναη φτώχεια που επιβάλλει η κρίση.

Η κοινωνική επανάσταση είναι ο δικός μας μονόδρομος γιατι ο σημερινός χαρακτήρας της κρίσης δεν αφορά τις επιμερούς λειτουργίες του κεφαλαίου αλλά την ίδια την ικανότητα να αναπαραχθείστο σύνολο του. Αυτό σημαίνει οτι οι επιλογές των ελίτ για τη διαχείρηση της κρίσης ειναι ζωτικού χαρακτήρα για τον ιδιο το καπιταλισμό και τους όρους της διαιώνισής του.Με άλλα λόγια δηλαδή η ακραία πτώση του βιοτικού επιπέδου των λαών και τα νομοθετήματα-σοκ που εφαρμόζονται τοσο στην Ελλάδα, με
τη μορφή μνημονίων, τόσο και στις υπόλοιπες χώρες με τη μορφή λιτοτήτας, ακραίας υποτίμησης της εργασίας και εξορίας των λαικών στρωμάτων απ’ τα βασικά κοινωνικά αγαθά της υγείας και της παιδείας ειναι μερικά απ’ τα μέτρα-μονόδρομος για την επίβιωση και επανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Έιναι λοιπόν, η δικιά μας εξαθλίωση και φτώχεια η οποία δίνει ανάσα ζωής στο καπιταλισμό. Αυτός ακριβώς ειναι και ο λόγος που οι κυβερνήσεις, ως πολιτικό προσωπικό του κεφαλαίου, δεν
θέλουν και δεν μπορούν να οπισθοχωρήσουν απέναντι στις κοινωνικές διεκδικησεις.Γι’ αυτό και όσο χρήσιμοι και απαραίτητοι κι αν είναι οι αιτηματικοί-ενδιάμεσοι αγώνες για την ώσμωση των εκμεταλλευόμενων, στη σημερινή συγκυρία εχουν φανεί ξεκάθαρα ανίκανοι να αντέξουν την αδιαλλαξία της εκάστοτε κυβέρνησης. Γι’ αυτό και οι κοινωνικοί και ταξικοί αγώνες ηττήθηκαν, γι’ αυτο και το πετσόκομα των μισθών και συντάξεων, τα εκατομμύρια των ανέργων,το κλείσιμο των σχολειών και των νοσοκομείων, γι’ αυτό και η διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων και κεκτημένων.Η τάξικη σύγκρουση έχει φτάσει σ’ενα οριακό σημείο απ΄τη στιγμή που τίθεται ζήτημα επιβίωσης και απ’ τις δυο ιστορικά αντιμαχόμενες πλευρές. Απ’τη μια η επιβίωση του καπιταλισμού και απ’ την άλλη η επιβίωση των λαών. Ακριβώς πάνω σ’ αυτή την ζωτικής σημασίας σύγκρουση που διεξάγεται στην εποχή μας, με ξεκάθαρη κατίσχυση των συμφερόντων του κεφαλαίου έναντι των δικών μας, εν είδει έλλειψης ενος επαναστατικού κινήματος, είναι που το πρόταγμα της οργάνωσης για την επαναστατική προοπτική παύει να είναι ιδεαλισμός και γίνεται καθήκον, το μοναδικό όπλο για την επιβίωση μας.

Το επαναστατικό πρόταγμα σήμερα κερδίζει έδαφος και επιχειρήματα πρώτα απ’ όλα απ’ τα ίδια τα δεινά που επιφέρει ο κλυδωνισμός του καπιταλιστικού συστήματος. Η κρίση που παρουσιάζεται σήμερα στο ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού κάνει πρόδηλες όχι μόνο τις ενδογενείς αντιθέσεις του ίδιου του καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγής αλλα κυρίως τις συνέπειες του σε πλανητική κλίμακα πια. Η αδυναμία αναπαραγωγής του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου που έχει ξεχειλώσει κάθε επενδυτικό όριο πάνω στο πλανήτη σημαίνει, μια απαραίτητη καταστροφή μέρους αυτων των επισφαλών κεφαλαίων που με τη σειρά της σημαίνει περαιτέρω φτωχοποίηση των λαών, χρεοκοπίες χωρών, ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς μεταξύ των κρατών για μεγαλύτερο μερίδιο στη υπό διαμόρφωση νέα αγορά, σημαίνει τελικά πόλεμο.Όμως, άκομα κι αν οι ίδιες οι συνέπειες της κρίσης τροφοδοτούν το επαναστατικό πρόταγμα με επιχειρήματα υπερ της κοινωνικής αναγκαιότητας για ανατροπή, αυτό από μόνο του δεν είναι αρκετό. Οι ιδεολογικοί και κατασταλτικοί μηχανισμοί, η απορρόφηση των κοινωνικών αντιστάσεων απ’ τη συστημική ή ρεφορμιστική εξωκοινοβουλευτική αριστερά, η ανάπτυξη των αντιδραστικών δυνάμεων της αντεπανάστασης οπως τα νεοφασιστικά μορφώματα είναι μερικοί απ’τους μηχανισμούς που οχυρώνουν το καθεστώς μέχρι να βρεί τον απαραίτητο χρόνο για να ανασυγκροτηθει.Όμως, πέρα και πριν απ’ όλους αυτούς τους μηχανισμούς που κάθε επανάσταση συνάντησε ως εμπόδιο μπροστά της, υπάρχει σήμερα η αδυναμία έκφρασης ενος επαναστατικού προτάγματος,αδυναμία που ταλανίζει το σύνολο του επαναστατικού κινήματος.

Γνωρίζουμε πολύ καλά οτι η κοινωνική επανάσταση δεν είναι μια ακαριαία πράξη.Αντίθετα ειναι μια πολύπλοκη και επίπονη διαδικασία που χρειάζεται να καταφέρει πολλές μικρές νίκες μέχρι να εξαπλωθεί, ώστε να δώσει την οριστική μάχη και να επικρατήσει.Θεωρούμε λοιπόν, πως ενα επαναστατικό πρόταγμα χωρίς ενδοιάμεσους απτούς στόχους ειναι δύσκολο να υιοθετηθεί απ’ το σύνολο των ριζοσπαστικών δυνάμεων και της κοινωνίας αφου απο μόνο του ενα στείρο πρόταγμα
χωρίς στάδια, χωρίς επι μερους άγωνες και νίκες αποτελεί μια κενή, αόριστη συνθηματολογία.

Άλλωστε, η ιστορική εμπειρία έχει δείξει οτι οι επαναστάσεις που ξεκίνησαν απ’ τους λαούς, τους φυσικούς δηλαδή φορείς των ιστορικών αλλαγών, δεν ξεκίνησαν στο όνομα της ιδεολογίας αλλα ως συλλογική ανάγκη να περιφρουρηθούν τα κοινωνικά-ταξικά συμφέροντα έναντι του εκάστοτε εχθρού. Η Παρισινή κομμούνα, ο Ρώσικος Οκτώβρης,η Κούβα, η αντίσταση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που αποτελούν μερικά απ’ τα πιο λαμπρά στιγμιότυπα της ανθρωπότητας δεν ξεκίνησαν ως μέτωπα μεταξύ ιδεολογικών στρατοπέδων αλλα ως γενικευμένη λαική αντίσταση στο πόλεμο, στη φτώχεια, στη δικτατορία, στη κατοχή.Μέσα σ’ αυτά τα δίκαια λαικά αιτήματα και την ώσμωση που επέφεραν ανάμεσα στο λαό και στους επαναστάτες, κατάφεραν οι πρωτοπορίες να δείξουν το δρόμο( άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε οχι ) προς τη συνολική ρήξη με τη καθεστυκία τάξη της εκάστοτε εποχής, να δείξουν το δρόμο προς τη κοινωνική επανάσταση. Έτσι, και σήμερα το ουσιαστικό επίδικο της κοινωνικής επανάστασης δεν πρέπει να οριοθετείται σ’ ενα αόριστο αντικαπιταλιστικό λόγο αλλα να σχηματοποιεί συγκεκριμένους,άμεσους στόχους που να συμπηκνώνουν τη κριτική μας στο καπιταλισμό ως απόλυτο ένοχο των κοινωνικών δεινών και ταυτόχρονα να συγκεντρώνουν τη γενικευμένη λαϊκή οργή. Οι ένοπλες επιθέσεις μας (πρέπει να) εδράζονται ακριβώς σ’ αυτου του είδους άσκηση επαναστατικής πολιτικής.

Προερχόμενοι απ’ τη μαρξιστική ανάλυση του καπιταλισμου και της κρισης, όπως τη περιγράψαμε στο πρώτο μας κείμενο, γνωρίζουμε οτι είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός σαν σύστημα που έχει επιφέρει τη σημερινή κοινωνική τραγωδία.Γνωρίζουμε πολύ καλά πως τα μνημόνια, οι ιμπεριαλιστικοί σχηματισμοί και τα νομισματά τους δεν ειναι τα απόλυτα σημεία που θα καθορίσουν την έκβαση της ταξικής πάλης προς την επανάσταση. Καπιταλιστική βαρβαρότητα υπάρχει και χωρίς μνημόνια, χωρις ευρώ, χωρις ΕΕ. Όμως, οι παραπάνω μηχανισμοί αποτελούν τα ιδιαίτερα σημεία αναφοράς πάνω στα οποία σχηματοποιούνται οι σύγχρονοι ταξικοί συσχετισμοί.

Η υιοθέτηση λοιπόν, σ’ ενα επαναστατικό πρόταγμα των τακτικών στόχων της εξόδου της Ελλάδας απ’το ευρώ, την ΕΕ και τα μνημόνια δεν πρέπει να αποτελεί μια ρεφορμιστική πολιτική που υπονοεί την επιστροφή στη προηγούμενη φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης.Κάτι τέτοιο ισχύει για τη συστημική αριστερά που εκφράζει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και για τις λοιπές ”αντιμνημονιακές” δυνάμεις που αγγίζουν μέχρι και την ακροδεξιά. Η αντιμνημονιακή και αντιευρωπαική πολιτική ή θα είναι
ταξική-αντικαπιταλιστική ή δεν θα είναι τίποτα.Για εμάς λοιπόν, η υιοθέτηση αυτων των αιτημάτων αποτελεί τη προυπόθεση για τη συγκρότηση ενος δυναμικού λαικού ταξικού μετωπού οπού κατα τη διάρκεια της εξέλιξής του τα πρωτοπόρα τμήματα του θα το οδηγήσουν απ’ το μερικό στο γενικό, στον αγώνα δηλαδή για την κοινωνική επανάσταση.Αυτός είναι ο ιστορικός ρόλος μιας επαναστατικής πρωτοπορίας. Να στοχοποιεί και να αποσταθεροποιεί τα σχέδια του εχθρού για κοινωνική λεηλασία
και να μπολιάζει τα δίκαια λαϊκά αιτήματα μ’ αυτο της επανάστασης.

Σ’ αυτά τα πλαίσια, της αναγκαιότητας δημιουργίας ενος λαικού-επαναστατικού μετώπου και στο πνεύμα του αντιμπεριαλιστικού αγώνα που πρέπει να δώσει ο Ελληνικός λαός ενάντια στο ευρώ, στην ΕΕ και στα μνημόνια ηταν και οι ένοπλες επιθέσεις μας. Οι ενέργειες πραγματοποιήθηκαν σκόπιμα πάνω στην έναρξη της Ελληνικής προεδρίας ώστε να σηματοδοτήσουν το έναυσμα για γενικευμένη λαική έκφραση αντίστασης.Για την έκφραση και την προώθηση μιας γενικευμένης άρνησης του
Ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού και δη του Γερμανικού, για να δώσει δηλαδή ο λαός το αγωνιστικό του στίγμα επισκιάζοντας την έξαμηνη προεδρία της χώρας. Τα επιπλέον φώτα της δημοσιότητας τα οποία ειναι στραμμένα στην Ελλάδα,λόγω της προεδρίας,είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για το λαό να ξαναβγεί στο προσκήνιο, ως ο απόλυτος ρυθμιστικός παράγωντας των εξελίξεων, να διεκδικήσει μαζικά την έξοδο απ’ την Ευρώπη των αρπακτικών και να μεταδώσει το ενακτήριο μήνυμα αντίστασης
και στους υπόλοιπους χειμαζόμενους λαούς της Ευρώπης. Είναι εδώ, σήμερα, τώρα που πρέπει να συσπειρωθούν οι ριζοσπαστικές δυνάμεις και να συστρατευθούν κατώ απο ενα αντικαπιταλιστικό-αντιμπεριαλιστικό πρόγραμμα μάχης που θα εντάξει στις δικές του γραμμές την ήδη υπάρχουσα κοινωνική δυσαρέσκεια απέναντι στη ντόπια και ξένη ελίτ που κατασπαράζει τη χώρα.Τα σαπισμένα και διεφθαρμένα πολιτικά κόμματα εξουσίας, τα πλήρως αποτυχημένα μνημόνια της υποταγής και η απόλυτη αποτυχία της ΕΕ η οποία υποτίθεται θα εξασφάλιζε στο διηνεκές την ασφάλεια και την ευημερεία των λαών αποτελούν πλέον κοινή πεποίθηση μέσα στη κοινωνία.Αυτή τη πεποίθηση πρεπει να αφουγκραστούν οι επαναστάτες για να μην απορροφηθεί απ’ τη προδοτική-ρεφορμιστική αριστερά ή ακόμα κι απ’ τους νεοφασίστες.Ειδικότερα οι τελευταίοι ασκούν κριτίκη στην ΕΕ οχι στο όνομα των λαών αλλα στο όνομα τμημάτων της αστικής τάξης των οποίων τα συμφέροντα πλέον πλήττονται,λόγω της κρίσης εντός του Ευρωπαϊκού χώρου.Οι νεοφασίστες συστρατεύονται στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό μεταξυ κρατών και οχι στον αγώνα των λαών. Έιναι λοιπόν η στιγμή, καθώς η κρίση αποσταθεροποιεί οχι μόνο την οικονομία αλλά και τις κοινωνικές σταθερές για την πίστη απέναντι στο σύνολο των θεσμών, οι ριζοσπαστικές δυνάμεις να μετρατρέψουν την ακατέργαστη κοινωνική οργή σε συνολική ρήξη με τον καπιταλισμό και τους φυσικούς εκπροσώπους του. Αυτό είναι το ιστορικό μας χρέος, αυτό είναι και το πολιτικό μας καθήκον.

Ο αγώνας ενάντια στην Ευρωπαϊκή ένωση είναι αγώνας ενάντια στη ιμπεριαλιστική δικτατορία του κεφαλαίου. Η ΕΕ δεν ιδρύθηκε ως μια σύμπραξη αλληλέγγυων χωρών αλλά ως ενας ιμπεριαλιστικός μηχανισμός εξυπηρέτησης των Ευρωπαϊκών μονοπωλίων.Η Ευρωπαϊκή ενοποίηση που ξεκίνησε να εφαρμόζεται απο το 1951(Ευρωπαϊκή κοινότητα άνθρακα και χάλυβα) και κυρίως απ’ το 1957 (συνθήκη της Ρώμης), ήταν η επιλογή για την ισχυροποίηση της θέσης του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου στον παγκόσμιο ανταγωνισμό για τον καταμερισμό των αγορών.Στα 35 χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι τη τελική ενοποίηση των Ευρωπαϊκών αγορών (συνθήκη του Μαάαστριχτ, 1992) η οικονομική πολιτική που ακολουθούσαν τα κράτη ηταν βασισμένη πάνω στο δόγμα του Άγγλου οικονομολόγου Τζών Κέινς που ορμώμενος απ’ το κραχ του 1929 μιλούσε για αναδιανομή του πλούτου και τόνωση της αγοράς ως συνταγή εξόδου απ’ τις κρίσεις, εδραίωση του κράτους πρόνοιας και ρύθμιση της παραγωγής μέσω κρατικών ελέγχων.Η πολιτική αυτή, που υιοθετήθηκε απ’ το σύνολο των κρατών μετά τον β παγκόσμιο πόλεμο, έφτασε σε τέλμα κατα τη διάρκεια της δεκαετιας του 1970. Οι δυο πετρελαϊκές κρίσεις, η ανάπτυξη των πολυεθνικών και η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου που πλέον ασφυκτιούσε στα στενά όρια των εθνικών οικονομιών έφεραν στο παγκόσμιο προσκήνιο την αναγκαιότητα των ελιτ για μια όλικη μεταστροφή στην άσκηση οικονομικής πολιτικής.

Συγκεκριμένα στην Ευρώπη, οι εξελίξεις αυτες ανέκοψαν τους ρυθμούς ανάπτυξης, ενίσχυσαν την ανεργία και τον στασιμοπληθωρισμό ενω ταυτόχρονα έθεσαν το κομβικό ζήτημα για το δυτικοευρωπαϊκό κεφάλαιο όσο αναφορά την μείωση της ισχύς του απέναντι στους κύριους ανταγωνιστές του, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Η απάντηση των ελίτ απέναντι σ’ αυτά τα δεδομένα ήταν η υιοθέτηση, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, των αρχών της νεοφιλελέυθερης οικονομίας καθώς ήταν ορατός ο κίνδυνος ξεσπάσματος μιας κρίσης αντίστοιχης με τη σημερινή.Ο νεοφιλελευθερισμός αντίθετα με την αφήγηση της συστημικής αριστεράς δεν εφαρμόστηκε κάτω απ’ τη πίεση κάποιων κύκλων της οικονομικής ελίτ αλλά σαν απαραίτητη συνταγή για την εξομάλυνση και την επανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου.Ήταν λοιπόν η εν γένει τάση-ανάγκη του κεφαλαίου για επέκταση,που δεν μπορούσε πλέον να εξυπηρετήσει ο κεϊνσιανισμός,αυτή που έκανε επίκαιρο τον νεοφιλελευθερισμό ώστε αρχικά να απελευθερώσει τα λιμνάζοντα κεφάλαια, καταργώντας τα εθνικά σύνορα που τα εγκλώβιζαν, μετατρέποντας ουσιαστικά τον πλανήτη σ’ ένα απέραντο πεδίο επενδύσεων και κερδοφορίας.

Ταυτόχρονα, μέσω της συμπίεσης των μισθών στο εσωτερικό των καπιταλιστικών μητροπόλεων ο νεοφιλελευθερισμός ήταν αυτός που θα ισχυροποιούσε ξανά τις οικονομίες (κυρίως τις εξαγωγές αφού οι χαμηλοί μισθοί κρατούσαν σταθερές τις τιμές των εξαγώμενων προϊόντων),των ηγεμονικών ιμπεριαλιστικών κρατών απέναντι στον οξυμένο ανταγωνισμό των ελέυθερων πια αγορών.Ήταν λοιπόν μέσα σ’ εκείνο το ιστορικό πλαίσιο, με τις νέες επιταγές της οικονομίας να απελευθερώνουν το κεφάλαιο από κάθε έλεγχο, που ο Ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός έπρεπε να επιταχύνει τις διαδικασίες ολοκλήρωσής του. Έτσι, στο Ευρωπαϊκό συμβούλιο του Φοντενέμπλο το 1984 επικυρώθηκε η οριστική συμφωνία μεταξύ των Ευρωπαϊκών κρατών για άσκηση νεοφιλελέυθερης πολιτικής, ενώ τρια χρόνια αργότερα τον Ιούλιο του 1987 με την Ενιαία Πράξη Αγοράς ήρθε ακόμα πιο κοντά το άνοιγμα των ευρωπαϊκών αγορών για την ελέυθερη διακινήση προϊόντων, κεφαλαίων, υπηρεσιών και εργατικού δυναμικού, των λεγόμενων δηλαδή τεσσάρων ελευθεριών.Ταυτόχρονα τέθηκαν οι βάσεις για τη συρρίκνωση των αρμοδιοτήτων των εθνικών κοινοβουλίων καθώς το δικαίωμα του βέτο ενός κράτους αντικαταστάθηκε απ’ την ”αρχή αποφάσεων κατά πλειοψηφία” που θα επικύρωνε αποφάσεις απ’ ευθείας απ’ το Ευρωπαϊκό συμβούλιο υπουργών.Η τελική συμφωνία πάνω στην οποία σχεδιάστηκε το οριστικό άνοιγμα των αγορών της Ευρώπης και η υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος έγινε στο Μάαστριχτ με τη γνωστή συνθήκη του, το 1992.

Ουσιαστικά με τη συνθήκη του Μάαστριχτ τα Ευρωπαϊκά μονοπώλια περνούν σε μια νέα φάση επεκτατικής ανάπτυξης ενώ οι λαοί μετατρέπονται σε μια απρόσωπη μάζα υποτιμημένων εργατών και καταναλωτών. Με τη συνθήκη αυτή οι Ευρωπαϊκές χώρες και δη οι πιο υποανάπτυκτες υπογράφουν μέσω των προδοτικών τους κυβερνήσεων, την εσαεί εξάρτηση των λαών τους απ’ τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης και κυρίως τη Γερμανία.Αυτό έγινε εξ΄αρχής ξεκάθαρο αφού για τις τεράστιες αποκκλίσεις ανάμεσα στις οικονομίες των κρατών του Ευρωπαϊκού νότου και αυτών του βορρά όχι μόνο δεν θεσμοθετήθηκαν τρόποι για να συρρικνωθούν αλλά αντίθετα αποτέλεσαν την προϋπόθεση για την εξασφάλιση της κυριαρχίας των οικονομικά ισχυρών κρατών.Έτσι, η ηγέτιδα Γερμανία καθόρισε την κατάταξη των κρατών εντός της τότε ΕΕ και το βαθμό εξάρτησης τους απο την ίδια αφού όχι μόνο αντιστάθηκε σθεναρά σε οποιαδήποτε απόπειρα κοινοτικής στήριξης των οικονομιών του νότου αλλά επέβαλε μια άκρως αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή πάνω στους κανόνες του Μάαστριχτ(3% έλλειμμα,3% πληθωρισμός,60% του ΑΕΠ σε χρέος) κανόνες που έτσι κι αλλιώς η ίδια είχε θεσμοθετήσει.

Με αυτό τον τρόπο οι καθυστερημένες οικονομικά χώρες του νότου με την ισχνή η ακόμα και ανύπαρκτη βιομηχανία τους έγιναν έρμαια των δημοσιονομικών εκτροχιασμών τους, άρα,και εξαρτημένες απ’ τα δάνεια που προέρχονταν απ’ τα πλεονάσματα του βορρά. Τα δάνεια αυτά λειτούργησαν ενισχυτικά προς μια αναιμική ανάπτυξη και προς μια ονομαστική αλλά όχι πραγματική σύγκλιση στους κανόνες του Μάαστριχτ αλλά κυρίως λειτούργησαν ενισχυτικά στις εξαγωγές του βορρά αφού μέσω αυτών των δανείων αυξήθηκε η καταναλωτική δυναμική άρα και η απορόφηση κυρίως των Γερμανικών προϊόντων απ’ το νότο.Ο ιμπεριαλιστικός σχηματισμός της ΕΕ δεν είναι λοιπόν ένας απόλυτα ενιαίος φορέας άσκησης επεκτατικής πολιτικής αλλά είναι ένας σχηματισμός που βρίθει στο εσωτερικό του απ’ τις ενδογενείς αντιθέσεις λόγω της ανισόμετρης ανάπτυξης των κρατών μελών του.

Αυτή η ανισόμετρη ανάπτυξη καθιστά την Ευρώπη ένα μηχανισμό δυο ταχυτήτων αφού στο εσωτερικό της συνυπάρχουν μη αρμονικά δυο άνισες δυνάμεις, αυτή του κέντρου των ισχυρών οικονομιών, με ναυαρχίδα τη Γερμανία, και αυτή της περιφέρειας των πιο αδύναμων και εξαρτημένων κρατών, όπως η Ελλάδα.Οι συνέπειες αυτού του διπολικού χαρακτήρα της Ευρώπης και συγκεκριμένα οι συνέπειες της ένταξης της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό μηχανισμό,πλέον, γίνονται πιο ξεκάθαρες απο ποτε.Σήμερα, η
κατάρρευση του μύθου της ανάπτυξης και της ευδαιμονίας, που υποτίθεται θα εγγυόταν η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρώπη, είναι η πιο ισχυρή απόδειξη της προπαγανδιστικής απάτης που έστησε η ντόπια ελίτ για να εξαπατήσει το λαό και να τον αιχμαλωτίσει στο κάτεργο των Ευρωπαϊκών μονοπωλίων.Η ντόπια ελίτ εισχώρησε στην ΕΕ οχι για να εξασφαλίσει ευημερία στον λαό αλλά για να βελτιωσει την ανταγωνιστικότητά της και να διεκδικήσει το δικό της μερίδιο στην ελέυθερη αγορά.Το εισιτήριο για να εκπληρώσει αυτές της τις βλέψεις ήταν να εξασφαλίσει την απόλυτη υποταγή και την παράδοση της χώρας στις επιταγές του διεθνούς κεφαλαίου.

Σημείο αναφοράς αυτής της προδοσίας ήταν η υιοθέτηση του ευρώ αφού η χώρα έχασε το πλέον βασικό όπλο άσκησης αυτόνομης οικονομικής πολιτικής, άρα έχασε και την αυτονομία της ως οντότητα. Το κοινό νόμισμα ήταν το καθοριστικό πέρασμα της χώρας στην εξάρτηση απ’ τους ισχυρούς της Ευρώπης αφού η Ελληνική οικονομία πριν την ένταξη είχε τη δυνατότητα απέναντι στο φαινόμενο των χαμηλών εξαγωγών και των υψηλών εισαγωγών, λόγω της μη ανταγωνιστικότητας που είχαν τα ακριβά προϊόντα της, να υποτιμήσει το εθνικό νόμισμα που είχε τότε, τη δραχμή.Η υποτίμηση του νομίσματος ήταν ένα εργαλείο για την έμμεση και βραχυπρόθεσμη τόνωσης της οικονομίας αφού από τη μια επέφερε μείωση στους μισθούς όμως απο την άλλη μείωνε τις τιμές των προϊόντων τόσο στην εσωτερική αγορά όσο και στις εξαγωγές κάνοντας τα έτσι πιο ανταγωνιστικά.

Όμως, με το άνοιγμα των Ευρωπαϊκών αγορών, που σήμαινε και την ακραία έξαρση του διεθνή ανταγωνισμού, η Ελληνική ελίτ στην αναγκαιότητα να εναρμονιστεί με το νέο περιβάλλον ταύτισε τα συμφέροντά της μ’ εκείνα των ισχυρών δυτικοευρωπαϊκών κρατών προσφέροντας της υπηρεσίες της ως ενας χρήσιμος και υποτελής σύμμαχος.Έτσι, η υιοθέτηση του κοινού νομίσματος επικύρωσε τη πρόθυμη συναίνεση της ντόπιας ελίτ για την στρατηγική  ισχυροποίησης του Γερμανικού κεφαλαίου αφού το ευρώ αποτελούσε το εργαλείο για τον απόλυτο νομισματικό έλεγχο της Ευρώπης. Μέσω αυτού του ελέγχου η Γερμανία μετέτρεψε την Ελλάδα σε νέου τύπου προτεκτοράτο επιβάλλοντας και επιβλέποντας την οικονομική της πολιτική, αφού οι αποφάσεις για τη διαχείριση του ευρώ πέρνονταν απ’ευθείας απ’ την ΕΚΤ και οχι από την τράπεζα της Ελλάδας, εξαγοράζοντας μέσω ιδιωτικοποιήσεων τον κοινωνικό της πλούτο και μετατρέποντας την σε δέσμιο καταναλωτή μέσω των υπέρογκων δανείων για να την ενίσχυση των εξαγωγών της στη χώρα.

Οι θριαμβολογίες λοιπόν τόσο του Καραμανλή με την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ όσο και του Σημίτη με την ένταξη στην Ευρωζώνη οχι μόνο αποδεικνύονται φαιδρές αλλά αποτελούν και ιστορικές προδοσίες εις βάρος του Ελληνικού λαού.Αυτό έγινε σαφές απ’ την αρχή την αρχή της ένταξης της χώρας οπού φάνηκε ο ξεκάθαρα αντιλαϊκός χαρακτήρας της Ευρώπης των ενιαίων αγορών.Τη δημοσιονομική πειθαρχεία που επέβαλε η Γερμανία ήταν δεδομένο οτι η Ελλάδα δεν μπορούσε να την πετύχει αφού η πλήρης αποβιομηχάνιση, η ανυπαρξία καινοτομιών στο πεδίο της τεχνολογίας και η γενικότερη αποσάρθρωση του παραγωγικού ιστού της χώρας, χάριν της νεοφιλελέυθερης πολιτικής, συρίκνωσε ακόμα περισσότερο την οικονομία εκτροχιάζοντας έτσι τα δημοσιονομικά της.Ταυτόχρονα η συμφωνία του κοινού νομίσματος,αντίθετα με τις εξαγγελίες τις τότε ντόπιας ελίτ, δεν έφερε επενδύσεις στην παραγωγή με αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη συμπίεση των μισθών ως προϋπόθεση για την όποια μείωση του εκτροχιασμού των δημοσιονομικών αλλά και την απόπειρα προσέλκυσης ξένων επενδυτών μέσω της παροχής ενός φτηνού εργατικού δυναμικου.Ήταν δηλαδή η αντιλαϊκή πολιτική αυτή που προσάρμοζε την Ελληνική οικονομία στον ”παράδεισο” της καπιταλιστικής Ευρώπης .Ακόμα, με την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρώπη συμβαίνουν μια σειρά από διαρθρωτικές αλλαγές που επέβαλε η νεοφιλελέυθερη πολιτική της εποχής.Αρχικά, με την είσοδο στην τότε ΕΟΚ μεταλάσσεται άρδην ο παραγωγικός χαρακτήρας της χώρας με αφετηρία την πλήρη εκμηδένιση της έτσι κι αλλιώς ασθενικής βιομηχανίας της χώρας αφού με το άνοιγμα των αγορών καταργήθηκαν οι δασμοί που ενίσχυαν την μικρή εγχώρια βιομηχανία. Η αποβιομηχάνιση που συνέβαινε παράλληλα και στα άλλα καπιταλιστικά κέντρα της Ευρώπης είχε την ιδιαιτερότητα για την Ελλάδα οτι ενώ οι ισχυρές χώρες (Γερμανία,Γαλλία) μετέφεραν προς την Ασία τα εργοστάσια τους, μετρατέποντας μέσω των πολυεθνικών τις μητροπόλεις τους σε διευθυντήρια της παραγωγής, διατηρούσαν ταυτόχρονα παραγωγικές μονάδες και εντός των συνόρων τους ώστε να έχουν μια παραγωγική αυτονομία.Αντίθετα στην Ελλάδα η πλήρης αποβιομηχάνιση σήμαινε από την μια τη πλήρη απώλεια παραγωγικής αυτάρκειας και ταυτόχρονα τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας.Η απάντηση που δόθηκε τότε ήταν η υπερδιόγκωση του τριτογενή τομέα για να αποροφηθεί το εργατικό δυναμικό που προερχόταν απ’ τα εργοστάσια αλλά και να δημιουργηθεί μια πλατιά κοινωνική συναίνεση μέσω των αθρόων προσλήψεων από την τοτε κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Όμως, οι προσλήψεις αυτές αλλά και η γενικότερη ”φιλολαϊκή” πολιτική του ΠΑΣΟΚ του ‘ 80 αποτέλεσε μια απ’ τις ιστορικότερες απάτες εις βάρος του Ελληνικού λαού αφού η υπερδιόγκωση του δημόσιου τομέα και η ενίσχυση του κράτους πρόνοιας προέρχονταν απ’ τα δάνεια των Ευρωπαίων τα οποία ουσιαστικά υποθήκευαν το μέλλον του Ελληνικού λαού.Απ ΄τα μέσα λοιπόν της δεκαετίας του ‘ 80 ο τριτογενής τομέας απασχολούσε περίπου το 40% του ενεργού πληθυσμού δημιουργώντας μια πλήρως αντιπαραγωγική οικονομία, ενώ ένα 30% απασχολούσε ο βασικός πυλώνας της τότε Ελληνικής οικονομίας,αυτός της αγροτικής παραγωγής.

Όμως, η αντιλαϊκή πολιτική της Ευρώπης ισοπέδωσε κυριολεκτικά και αυτόν τον βασικό πυλώνα της οικονομίας της χώρας προς όφελος των αγροτικών μονοπωλίων του βορρά.Με την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) ο αγροτικός πληθυσμός υπέστη καθίζηση αφού το 2008 το ποσοστό των αγροτών είχε πέσει στο 8% του ενεργού πληθυσμού σε σχέση με το 30% που ήταν στην αρχή της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ.

Επίσης, στις αρχέςτης δεκαετίας του’ 80το 15%του ΑΕΠ της χώρας προέρχοταν από την αγροτική παραγωγή ενώ το 2008 το ποσοστό αυτό είχε πέσει στο 4%.Συνολικά μέσα σε 40 χρόνια ,δηλαδή, από το 1961 μεχι το 2001 χάθηκε ένας αγροτικός πληθυσμός περίπου 1,5 εκατομυρίων ανθρώπων.Με την απελευθέρωση των αγορών χάθηκε κάθε έλεγχος και προστασία του φτωχού αγροτικού πληθυσμού ενώ η ρύθμιση της αγοράς βρέθηκε στα χέρια του διεθνούς ανταγωνισμού μέσα στον οποίο μπορούσαν να επιβιώσουν αλλά και να υπερκερδοφορήσουν μόνο τα μονοπώλια και τα καρτέλ των πολυεθνικών και των τεραστίων αγροτικών συνεταιρισμών.Οι τιμές των εγχώριων αγροτικών προϊόντων προφανώς και δεν μπόρεσαν να αντέξουν τον ανταγωνισμό των πολυεθνικών οι οποίες μέσω της δυνατότητας να ρίχνουν τις δικές τους τιμές μονοπωλούσαν στις αγορές μετατρέποντας τους φτωχούς αγρότες σε μια εξαρτημένη απ’ τις επιδοτήσεις μάζα. Η καταστροφή της εγχώριας γεωργίας και η παράδοση της στις ορέξεις των μονοπωλίων και των καρτέλ έγινε ξεκάθαρο απ’ το εξωφρενικό,
για μια κατά τα άλλα γόνιμη, αγροτική χώρα, ελλειματικό αγροτικό ισοζύγιο το οποίο είχε οκταπλασιαστεί απ’ τη στιγμή της ένταξης της χώρας στην Ευρώπη.Απ’ την κατάντια δηλαδή μια χώρα σαν την Ελλαδα να εισάγει περισσότερα αγροτικά προϊόντα απ’ αυτά που εξάγει. Τελικά, το πρόβλημα της διάλυσης της εγχώριας αγροτικής παραγωγής δεν είναι ένα στενά οικονομικό ή συντεχνιακό θέμα αλλά ένα ζωτικό ζήτημα για την ποιότητα και την ποσότητα της τροφής, εν τέλει δηλαδή για το ίδιο το βιωτικό επίπεδο τoυ
λαού.

Το ευρώ αποτέλεσε τον δούρειο ίππο του Γερμανικού ιμπεριαλισμού στην Ευρώπη αφού ίδια η δημιουργία του κοινού νομίσματος εξυπηρετούσε πρώτα απ’ όλα τον πυρήνα της Γερμανικής οικονομίας, τις εξαγωγές.Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 εγκαταλείφθηκε, χάριν της όξυνσης του διεθνούς ανταγωνισμού και της κυριαρχίας των ΗΠΑ, η συμφωνία του Bretton Woods, η οποία προέβλεπε σταθερές συνναλαγματικές ισοτιμίες, τα εθνικά νομίσματα άρχισαν να αποκτούν μια κατά το δοκούν ”ελαστικότητα” σε σχέση με την τιμή και την ποσότητα της κυκλοφορίας τους ώστε να μπορέσουν τα κράτη να προσαρμοστούν η να κατισχύσουν έναντι άλλων στο περιβάλλον των πλήρως ελέυθερων αγορών που δημιουργούνταν τότε.Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Γερμανία,με την πτώση του τείχους και την ενοποίηση της ισχυροποιείται ακόμα περισσότερο οικονομικά όμως ταυτόχρονα αντιμετωπίζει πρόβλημα πληθωρισμού λόγω της αυξανόμενης εσωτερικής ζήτησης που επέφερε η προσάρτηση του ανατολικού τμήματος της.Η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού που ήρθε ως απάντηση στον εκτροχιασμό του πληθωρισμού αλλά κυρίως η νομισματική κρίση κερδοσκοπίας απέναντι στα ισχυρά Ευρωπαϊκά νομίσματα (λίρα,λιρέτα,πεσέτα), που είχε ως αποτέλεσμα την υποτίμησή τους, έκαναν το Γερμανικό μάρκο ένα ακριβό άρα και αποτρεπτικό για εξαγωγές νόμισμα.

Η Γερμανία λοιπόν μπροστά στον κίνδυνο ενός ισχυρού κλυδωνισμού στη καρδιά της οικονομίας της, λόγω του ασταθούς νομισματικού περιβάλλοντος της Ευρώπης, έπρεπε να εξασφαλίσει και ταυτόχρονα να ισχυροποιήσει τη θέση της σαν ηγέτιδα δύναμη μέσω της δημιουργίας ενός νέου νομισματικού συστήματος εξυπηρέτησης των συμφερόντων της.Αυτό το νέο σύστημα έπρεπε να χαλιναγωγήσει τη νομισματική απελευθέρωση που συνέβη μετά την κατάρρευση του Bretton Woods η οποία έδινε τη δυνατότητα στα κράτη να υποτιμούν τα εθνικά τους νομίσματα και να κάνουν τα προϊόντα τους πιο αναγωνιστικά.Ακριβώς αυτή τη δυνατότητα ήθελε να καταργήσει η Γερμανία αφού μέσω των υποτιμήσεων τα κράτη έκαναν πιο ακριβές τις εισαγωγές τους άρα δυνητικά μείωναν την απορρόφηση των Γερμανικών προϊόντων.

Ουσιαστικά, για να ξεπεραστεί το εμπόδιο αυτό, η Γερμανία έπρεπε να επιβάλει στα κράτη την απώλεια άσκησης αυτόνομης νομισματικής πολιτικής, έπρεπε δηλαδή τα κράτη να καταργήσουν τα εθνικά τους νομίσματα και να τα αντικαταστήσουν από ένα ενιαίο, Γερμανοκίνητο νόμισμα. Έτσι. η στρατηγική του Γερμανικού ιμπεριαλισμού προέβλεπε, μέσω του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, τη σταδιακή σύγκλιση των νομισμάτων των χωρών της Ευρώπης, σε σχέση με την αξία του λεγόμενου τότε ΕCU.Ουσιαστικά, το ECU αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία ρυθμίστηκαν οι αποκλίσεις των εθνικών νομισμάτων ώστε τελικά να επιτευχθεί η μετέπειτα νομισματική ολοκλήρωση με την υιοθέτηση και κυκλοφορία του ενιαίου νομίσματος, του ευρώ.Όμως αυτές οι αποκλίσεις ρυθμίστηκαν με βάση τα συμφέροντα της Γερμανίας αφού η αξία του ECU πάνω στην οποία θα προσαρμόζονταν τα Ευρωπαϊκά νομίσματα, προσδιοριζόταν σκανδαλωδώς απ’ την αξία του Γερμανικού μάρκου και μόνο.Είναι λοιπόν ξεκάθαρο οτι το όραμα του κοινού νομίσματος δεν είχε σε καμία περίπτωση σαν στόχο την αλληλεγγύη και τη συρρίκνωση των αποκλίσεων ανάμεσα στις οικονομίες των χωρών της Ευρώπης, όπως ευαγγελίζονταν οι ελίτ,αλλά αντίθετα στόχος ήταν η επικύρωση της ηγεμονίας του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου και κυρίως του Γερμανικού, πάνω στην κερδοφόρα ενιαία Ευρωπαϊκή αγορά. Άλλωστε στη συνθήκη του Μάαστριχτ, στην οποία συμφωνήθηκε η υιοθέτηση του κοινού νομίσματος, έγινε σαφής ο ρόλος του ευρώ, αφού σκόπιμα οχι μόνο δεν προβλέφθηκε καμία ρύθμιση για την εξώφθαλμη αντίθεση, που υπέσκαπτε τα ίδια τα θεμέλια της Ευρώπης, για το γεγονός δηλαδή οτι ήταν αδιανόητο χώρες με τόσο μεγάλες διαφορές στις οικονομίες τους να έχουν ισότιμη σχέση μέσα στο κοινό νόμισμα, αλλά αντίθετα επιβλήθηκαν και κυρώσεις στις χώρες που δεν θα συμμορφώνονταν με τη δημοσιονομική πολιτική που επέβαλαν οι Γερμανοί.Η ένωση λοιπόν που πραγματοποιήθηκε ήταν
νομισματική και οχι πολιτική αφού οι περιφερειακές χώρες, όπως η Ελλάδα, πέρα απ’ τα βραχυπρόθεσμα οφέλη που είχαν απ’ την ένταξη στο ευρώ, ουσιαστικά είχαν να αντιμετωπίσουν το δομικό και μακροπρόθεσμο ζήτημα της ανύπαρκτης ανταγωνιστικότητάς τους σε σχέση με τη Γερμανία, και αυτό ακριβώς τις καθιστούσε ως χώρες-δανειολήπτες αφού ο ρόλος τους ήταν να απορροφούν δάνεια για να ενισχύουν την εκάστοτε εγχώρια ζήτηση των Γερμανικών προϊόντων.

Όπως λοιπόν κυνικά ομολόγησε ο πανεπιστημιακός του Μονάχου Martin Wolf ” το ευρώ σχεδιάστηκε, βασικά απ΄τη Γερμανική οικονομική ελίτ, με στόχο την καλύτερη εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων”. Τη δήλωση αυτή έρχονται να επιβεβαιώσουν και οι επίσημοι αριθμοί που αποκαλύπτουν πως το 47% των εξαγωγών, τα 2/3 της ανάπτυξης και το 60% του Γερμανικού πλεονάσματος οφείλονται απ’ τις συναλλαγές εντός της Ευρώπης.Ειδικότερα, το τεράστιο πλεόνασμα της Γερμανίας την μετατρέπει στο μεγαλύτερο πιστωτή-δεσμοφύλακα της Ευρώπης αφού μέχρι το 2010 οι χώρες του βορρά και κυρίως η Γερμανια είχαν αγοράσει κρατικά ομόλογα της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας, των χωρών της περιφέρειας δηλαδή, αξίας περίπου ενός τρισεκατομυρίου ευρώ. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα και μέσω του φτηνού δανεισμού που προσέφερε η ΕΚΤ διογκώθηκε η κατανάλωση Γερμανικών προϊόντων, με τις πωλήσεις των Γερμανικών αυτοκινήτων από το 1998 ως το 2007να παρουσιάζουν αύξηση 300% ενώ οι συνολικές Γερμανικές εξαγωγές στη χώρα παρουσίασαν αύξηση της τάξης του 100%.

Όμως την ίδια στιγμή που το Γερμανικό κεφάλαιο σαρώνει την Ελληνική αγορά η εγχώρια οικονομία παρουσιάζει διαρκή συρρίκνωση, αφού οι έστω και ισχνές εξαγωγές, στην προ ενταξιακή περίοδο παρουσίαζαν ένα ρυθμό ανάπτυξης στο 7% ενώ μετά την ένταξη η Ελλάδα έχει ένα μόνιμα αρνητικό ρυθμό στο εμπορικό της ισοζύγιο. Ως αποτέλεσμα του οτι η Ελλάδα εισήγαγε περισσότερα απ’ αυτά που εξήγαγε ήταν η διαρκή της εξάρτηση απ’ τα δάνεια της Ευρώπης αφού το 41,5% των εσόδων απ’τις έτσι κι αλλιώς ελάχιστες εξαγωγές πήγαιναν απ’ευθείας στην αποπληρωμή αυτών των δανείων. Η Ελλάδα λοιπόν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 είχε ένα τεράστιο εξωτερικό χρέος και ταυτόχρονα μια ανύπαρκτη παραγωγική υποδομή που την καθιστούσε ενα δυναμει χρεοκοπημένο και απόλυτα εξαρτημένο κράτος.

Το σκάσιμο της χρηματοπιστωτικής φούσκας το 2008, που επέφερε την κοινωνική φρίκη που ζούνε σήμερα, αφού οι λαοί ήταν αυτοί που κλήθηκαν να επωμιστούν τις ζημιές των τραπεζών, έφερε στο προσκήνιο όπως και κάθε κρίση,την αναδιάταξη των ισχυρών καπιταλιστικών δυνάμεων στον παγκόσμιο χάρτη. Η κρίση οξύνει τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς αφού τίθεται η ανάγκη των ισχυρών κρατών να σταθεροποιήσουν αλλά κυρίως να ισχυροποιήσουν τη θέση τους στο διεθνές περιβάλλον.Με όχημα την οικονομική εξόντωση των λαών δυνάμεις όπως η Γερμανία προασπίζουν τα συμφέροντα τους τόσο στην Ευρωπαϊκή όσο και στην παγκόσμια αρένα επικράτησης του ισχυρότερου.
Η κρίση ακόμα και αν συμβαίνει σ’ ένα αχανές παγκοσμιοποιημένο σύστημα αλληλεξάρτησης των οικονομιών, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα, επαναφέρει τον εθνικό παράγοντα και τα κράτη, στο όνομα της προάσπισης των δικών τους συμφερόντων, επιδίδονται σ’ ένα ακραίο ανταγωνισμό για να μετατοπίσουν τα βάρη της κρίσης απο το ένα στο άλλο και κυρίως για να εξασφαλίσουν μια ηγετική θέση στη μετά κρίσης εποχή.Ακόμα, ο οξυμένος ανταγωνισμός σε καιρό κρίσης δεν περιορίζεται μόνο μεταξύ των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών(ΗΠΑ-ΕΕ) αλλά και εντός τους.Έτσι, από τη μια παρατηρούμε τον ανταγωνισμό στη παγκόσμια εμβέλεια του, με τις μεγάλες δυνάμεις όπως ΗΠΑ, Κίνα, ΕΕ, Ρώσια,να προχωρούν σε επι μέρους συμμαχίες οικονομικού και γεωπολιτικού ενδιαφέροντος αλλά την ίδια στιγμή να αλληλοσπαράσονται με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη σύμπραξη της ΕΕ με τις ΗΠΑ, μέσω της τρόικας,και την ατέρμονη διαφωνία όσο αναφορά τη διαχείρηση (για κούρεμα ή μη) του Ελληνικού χρέους.Το ίδιο ακριβώς ισχύει και στο εσωτερικό των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, αφού όπως εξηγήσαμε και παραπάνω, λόγω της ανισόμετρης ανάπτυξης στο εσωτερικό της ΕΕ, η πολιτική για τη
διαχειρήση της κρίσης που επιβάλλεται απ’ τους ισχυρούς(Γερμανία) εκφράζει τα δικά τους συμφέροντα και οχι του συνόλου των χωρών της Ευρώπης.Έτσι, βλέπουμε υπερδυνάμεις όπως η Γερμανία και η Γαλλία να κρατούν μεταξύ τους αποστάσεις όσο αναφορά την πολιτική για την έξοδο από την κρίση, αφού η μεν Γερμανία επιβάλλει λιτότητα αντί για εκτύπωση χρήματος και τόνωση των οικονομιών, ώστε να κρατήσει ισχυρό το νόμισμα του ευρώ και να κάνει τους Ευρωπαίους εργαζόμενους πιο φτηνούς
άρα και πιο ελκυστικούς για τις επενδύσεις της.Άπο την άλλη η Γαλλία, που εγκαλεί τη Γερμανία για την πολιτική της και εμφανίζεται τελευταία ως υπερασπιστής των χωρών του νότου,δεν μπορεί να αντέξει μακροπρόθεσμα την λιτότητα και το ακριβό ευρώ αφού αυτά οδηγούν την κατά τα άλλα ισχυρή οικονομία της στο φαύλο κύκλο της ύφεσης.Στόχος της Γερμανίας είναι η όσο το δυνατόν λιγότερη εκτύπωση ευρώ, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που τυπώνουν αφειδώς δολάρια, ώστε να μην πληθωριστεί το νόμισμα
και χάσει την αξία του κυρίως σε σχέση με την αγορά πετρελαίου.Η εκτύπωση δολαρίων απ’ την κυβέρνηση Ομπάμα, άρα και η υποτίμηση του νομίσματος,είναι κάτι το οποίο συμβαίνει για να σωθούν οι χρεοκοπημένες αμερικάνικες τράπεζες αλλά και να τονωθούν οι εξαγωγές.Όμως αυτό αποτελεί δίκοπο μαχαίρι αφού η εκτύπωση νομίσματος εκτοξεύει τον πληθωρισμό και ταυτόχρονα κάνει το δολάριο ένα επισφαλές νόμισμα για τις πωλήσεις των πετρελαιοπραγωγικών χωρών.Η διαφαινόμενη άρνηση αυτών των χωρών να πωλούν τα πετρέλαιά τους σε δολαρια, κάτι που έγινε στο Ιράκ επί Σαντάμ και στη Λιβύη επί Καντάφι, γι’ αυτό και οι πόλεμοι εναντίον τους, αλλά και σήμερα με τους Σαουδάραβες να πωλούν ήδη ποσότητες πετρελαίου σε ευρώ,σημαίνει την ενδεχόμενη αποκαθήλωση των ΗΠΑ απ’την κυριαρχία του πλανήτη.

Μέσα σ’ αυτά τα δεδομένα ο Γερμανικός ιμπεριαλισμός επιχειρεί να εισβάλλει στο προσκήνιο ως η επόμενη υπερδύναμη κρατώντας το ευρώ ισχυρό ώστε να αποτελέσει το νέο νόμισμα πετρελαϊκής συναλλαγής,το νέο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Είναι δηλαδή μέσα στους νέους συσχετισμούς που διαμορφώνονται,μέσω ενός νομισματικού πολέμου, που το Γερμανικό κεφάλαιο με όχημα το ευρώ προσπαθεί να ηγηθεί στην επαύριο της παγκόσμιας οικονομίας.

Η σημερινή καπιταλιστική κρίση κάνει ολοφάνερη την καταστροφική φύση του καπιταλισμού.Αυτή η φύση είναι που ξεδιπλώνει σήμερα όλη της την αγριότητα και μη έχοντας άλλη επιλογή,αφού η κρίση υπονομεύει το ζωτικό της χώρο, πατάει πάνω στα δικά μας κορμιά για να ξεπεράσει,και πάλι παροδικά,την ιστορική αντίθεση που καθορίζει το παρόν και το μέλλον του κόσμου, την αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτούς που κατέχουν τον πλούτο και σ’ αυτούς που δεν τους ανήκει τίποτα.Οι λέξεις όσες σελίδες κι αν γεμισουν πάντα στο ίδιο καταλήγουν.

Ο καπιταλισμός είναι απλά η πιο ορθολογικοποιημένη μορφή αδυσώπητης εκμετάλλευσης ανθρώπου απο άνθρωπο.Είναι ένα πορνείο αξιών που ακόμα και σήμερα μοχθεί να μας πείσει πως η ανθρωπότητα δεν έχει τίποτα καινούργιο να φέρει στο προσκήνιο της ιστορίας.Πως η ανθρώπινη δημιουργία δεν υπάρχει μακριά απ’ το βόθρο του κέρδους και της εκμετάλλευσης, πως οι άνθρωποι δεν μπορούν να χτίσουν νέους κόσμους και εποχές χωρίς πολέμους φτώχεια και ταπείνωση.Στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή διαδραματίζεται μια κοινωνική τραγωδία αφού η χώρα είναι κυριολεκτικά χρεοκοπημένη όμως διατηρείται ζωντανή μόνο και μόνο για να μπορέσουν τα κοράκια του διεθνούς κεφαλαίου να αρπάξουν τον κοινωνικό της πλούτο.

Είναι ο λαός που έχει μπει ως ενέχυρο,μέσω της πλήρους αφαίμαξης του,για να κάνουν οι ελίτ τη χώρα ένα ελκυστικό πεδίο επενδύσεων αφού μόλις ολοκληρωθεί το πρώτο στάδιο της απόλυτης υποτέλειας της χώρας θα μονιμοποιηθεί μια κατάσταση ενός πάμφθηνου και απελπισμένου εργατικού δυναμικού το οποίο θα λεηλατηθεί ολοκληρωτικά.Τα μνημόνια που δεσμεύουν τη χώρα είναι ουσιαστικά προγράμματα σταδιακής προσαρμογής στις νέες ανάγκες του κεφαλαίου οι οποίες επιβάλλουν νέους τρόπους άσκησης πολιτικής, με περαιτέρω περιορισμό των εθνικών κοινοβουλίων, με πλήρη διάλυση του κοινωνικού κράτους, με τοποτηρητές, με καθίζηση των μισθών και των συντάξεων.Αυτή ακριβώς είναι η συνταγή που ακολουθείται απ’ τα μνημόνια και εφαρμόζεται πρόθυμα απ’ τα ντόπια ιδιοτελή καθάρματα των πολιτικών κομμάτων εξουσίας. Η Ελλάδα είναι μια χώρα παρηκμασμένη,μια χώρα βυθισμένη στο σκοτάδι της υποτέλειας,της κρατικής βίας και της φτώχειας.Μια κάστα γελοίων, ανήθικων και διεφθαρμένων ως το κόκκαλο κυβερνάει την Ελλάδα και την οδηγεί στο γκρεμό, έχοντας τοθράσος να μιλάει για αγώνα σωτηρίας της χώρας και για υπεύθυνη πολιτική στάση.Έχουν το θράσος να μιλάνε για πατριωτισμό αυτοί που υπογράφουν, και μάλιστα κάποιοι χωρίς καν να τις διαβάσουν, συμβάσεις εκχώρησης εθνικής κυριαρχίας.Γνωρίζουμε πως οι μνημονιακές κυβερνήσεις είναι κυβερνήσεις ειδικής αποστολής, ώστε να εξηπυρετήσουν στο ακέραιο τα συμφέροντα της ντόπιας και διεθνούς ελίτ με οποιονδήποτε τρόπο.Είναι αναλώσιμοι και το γνωρίζουν και οι ίδιοι αφού τα μέτρα-σοκ δεν μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς πολιτικό κόστος ακόμα και στο πλαίσιο υπονόμευσης των θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.Όμως, ακόμα κι αν η πολιτική νηφαλιότητα δεν αναγνωρίζει πρόσωπα αλλά τους ταξικούς συσχετισμούς που αυτά υπηρετούν, η ιδιαιτερότητα της σημερινής συγκυβέρνησης είναι οτι αντανακλά, μέσω των εκπροσώπων της, το συνολικό τέλμα στο οποίο έχει πέσει η χώρα. Φασίστες, εξουσιομανείς,ημίτρελοι, τηλεπερσόνες,μιζαδόροι, πρώην αντιμνημονιακοί και νυν νεροκουβαλητές των Ευρωπαίων, απαρτίζουν το επιτελείο- θίασο επιβολής των μνημονίων, κάτι που αποδικνύει το πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο των ανθρώπων που κρατάνε την τύχη του λαού στα χέρια τους. Αυτή η κοινωνική μειοψηφία που κυβερνάει τη χώρα είναι και αυτή που τελικά αποδικνύεται άκρως αποτελεσματική για τις ελίτ αφού από το 2010 που η Ελλάδα μπήκε σε καθεστώς ελεγχόμενης χρεοκοπίας έχει εφαρμόσει αγόγγυστα και σθεναρά την αντικοινωνική πολιτική των μνημονίων.

Τα μνημόνια λοίπον, αποτελούν τη θεσμική παραχώρηση της χώρας στις διαταγές του κεφαλαίου και μέσω αυτών υλοποιείται ο διακαής πόθος των ντόπιων και ξένων αφεντικών για την απόλυτη υποτίμηση των ζωών μας.Αλλωστε, όπως διαμηνύει η κυβέρνηση,στοχος της χώρας ειναι να γίνει πιο ανταγωνιστική ωστε να βγεί απ’ τη κρίση. Αυτος ακριβώς θα ειναι και ο κόλαφος για τον Ελληνικό λαό αφου ανταγωνιστικότητα σημαίνει να γίνουμε φτηνοί, πειθαρχημένοι και χωρίς δικαιώματα εργάτες.Απο την πρώτη στιγμή αυτη την επιδίωξη εξηπυρετούν τα μνημόνια τα οποία χαίρουν της απόλυτης στήριξης της ντόπιας αστικής τάξης (βιομήχανοι,εφοπλιστές,μεγαλοεπιχειρηματίες) αφου εφαρμόζουν σημείο προς σημείο την σταδιακή υποτιμησή μας.

Ετσι, η αντικοινωνική διαχείρηση της κρίσης στην Ελλάδα που εκτελούσε τις οδηγίες των Γερμανών προέβλεπε ηδη απο το πρώτο μνημόνιο μια σκληρή δημοσιονομική πολιτική για τη μείωση του ελλείματος κατι το οποίο πρακτικά σήμαινε τη μείωση δημοσίων δαπανών σε υγεία και παιδεία ταυτόχρονα με τη δραστική μείωση των μισθών και των συντάξεων.Την ίδια στιγμη επιβλήθηκαν μειώσεις μισθών και στον ιδιωτικό τομέα αλλά και μια γενικότερη αναδιάρθωση των εργασιακών σχέσεων προς όφελος των αφεντικών (ελαστικοποίηση, μείωση εισφορών,κατάργηση συλλογικών συμβάσεων). Και ενω το μνημόνιο έβαζε στο στόχαστρο το λαό και τις βασικές του ανάγκες την ίδια στιγμή θωράκιζε την κυριαρχία του διεθνούς κεφαλαίου με το δάνειο των 110δις ευρώ αποτα οποία τα 10 θα πήγαιναν για την ενίσχυση των χρεοκοπημένων Ελληνικών τραπεζών. Παρά τις εξαγγελιές της τότε κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, περι ενίσχυσης της οικονομίας μεσω του δανείου, ηταν ξεκάθαρο οτι τα λεφτά πήγαιναν για την αποπληρωμή των τόκων προηγούμενων δανείων βυθίζοντας ετσι την Ελληνική οικονομία στο φάυλο κύκλο διόγκωσης του χρέους της.

Ηταν δηλαδή πρωταρχική ανάγκη να διασωθούν οι Ευρωπαικές τράπεζες απ’ τα τοξικά Ελληνικά ομόλογα κάτι που μέσω των μνημονίων επιτεύχθει αφου στο πρώτο μνημόνιο οι Γερμανικές τράπεζες κατείχαν 65,5δισ ευρώ απ το χρέος της Ελλάδας ενω ενάμιση χρόνο μετά το ποσό αυτό είχε πέσει στα 15δισ ευρώ.

Ετσι, το σχέδιο για τη διάσωση της Ελλάδας ηταν ενα σχέδιο ουσιαστικά για τη διάσωση των δανειστών της,αφου οι Ευρωπαικές τράπεζες κατείχαν το 79% του συνολικού χρέους της χώρας.Ο” μονόδρομος” λοιπόν της Ευρώπης οχι μόνο δεν προστάτεψε τη χώρα απ’ τη χρεοκοπία αλλα αντίθετα επέβαλε τους όρους για την ολοκληρωτική καταστροφή της. Εξ’ αρχής οι επιστάτες της τρόικας προώθησαν μια οικονομική πολιτική-σοκ αντίστοιχη με αυτην που εφάρμοσε το ΔΝΤ στις λατινοαμερικάνικες χώρες τη δεκαετία του 1970 που περιελάμβανε ιδιωτικοποιήσεις, απολύσεις,μειώσεις μισθών και συντάξεων,ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας.Αυτήν ακριβώς την πολιτική σκιαγράφησαν και οι λεγόμενες επικαιροποιήσεις των μνημονίων οι επέβαλαν τον αργό οικονομικό θάνατο του Ελληνικού λαού μέσω του ανοίγματος των κλειστων επαγγελμάτων,τη περαιτέρω μείωση μισθών, συντάξεων και δημοσίων δαπανών,την ιδιωτικοποίηση του ΟΣΕ και το ξεπούλημα των λιγνιτωρυχείων της ΔΕΗ με αποκορύφωμα την απόφαση για ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας που θα άγγιζε τα 50δισ ευρώ. Παράλληλα με τη κοινωνική λεηλασία η Ελλάδα γίνεται θεσμικά αιχμάλωτη των δανειστών της αφου τα μνημόνια περνάνε στην ισχύ του Αγγλικού δικαίου,ενός δικαίου που κανονικά δεν έχει καμία ισχύ στην Ελλάδα,είνα όμως το πλέον βολικό για τη τρόικα αφου θεωρείται ιδιαίτερα σκληρό απέναντι στους οφειλέτες.

Η πλέον όμως άμεση απόδειξη για την ολοκληρωτική παράδοση της χώρας στις ελιτ είναι το άρθρο 14(5) της δανειακής σύμβασης οπου προβλέπεται η αμετάκλητη και ανευ όρων παραίτηση απο κάθα ασυλία της Ελλάδας οσο αναφορά τα περιουσιακά της στοιχεία κάτι που σημαίνει οτι στην ενδεχόμενη αδυναμία αποπληρωμής των χρεών της η χώρα παραδίδει ακόμα και της πλουτοπαραγωγικές της πηγές χωρις καμμία δυνατότητα αναστολής ή ακύρωσης των αποφάσεων κατάσχεσης.Επίσης, ο νόμος 3847/2010 δίνει την εξουσιοδότηση στον εκάστοτε υπουργό οικονομικών να υπογράφει, κατα το δοκούν και χωρίς την επικύρωση της βουλής δανειακές συμβάσεις με άλλες χώρες της Ευρωζώνης.Με αυτόν τον τρόπο υπονομέυουν το ιδιο το σύνταγμα που υποτίθεται πως υπηρετούν αφου πραξικοματικά ο εκάστοτε, εγκάθετος των Ευρωπαίων,υπουργός θα προχωρά σε συμφωνίες χωρίς το εμπόδιο της αντιπολίτευσης εντος του κοινοβουλίου.Τέλος, και όσο αναφορά την ταπεινωτική αιχμαλωσία της χώρας, το ΔΝΤ επέβαλε την τοποθέτηση δικών της επιτηρητών στα σημεία κλειδιά της οικονομίας, δηλαδη, στις τράπεζες, στο υπουργείο οικονομικών και στα ασφαλιστικά ταμεία ώστε να υπάρχει πλήρης εποπτεία της Ελλάδας απ’ τους δανειστές της. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια της απόλυτης υποτέλεις,η οικονομία, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, δεν παρουσίασε σημάδια ανάκαμψης αφου μια χώρα στα πρόθυρα της ολοκληρωτικής πτωχευσης ήταν αυτονόητο οτι δεν προσέλκυε επενδύσεις ωστε να μείωσει τα ελλείματα αντίθετα βυθιζόταν ολοένα και περισότερο στο φάυλο κύκλο της ύφεσης,κάτι που συρρίκνωνε τα κρατικά έσοδα και ταυτόχρονα διόγκωνε το χρέος λόγω του ”σωτήριου” δανεισμού. Ομως απέναντι στο φάυλο κύκλο της ύφεσης που υπονόμευε οχι μόνο το μέλλον της Ελλάδας αλλα και ολόκληρης της Ευρώπης, η Γερμανία απάντησε με μέτρα ακόμα μεγαλύτερης λιτότητας,όπως έγινε με το σύμφωνο του ευρώ το 2011 το οποίο και αποτέλεσε ένα είδος Ευρωπαικού μνημονίου για την μεγαλύτερη μείωση των μισθών, την ισοπέδωση των εργασιακών δικαιωμάτων αλλά και τη διάλυση του κοινωνικού κράτους ωστε να μπορέσει η Γερμανία να ανταγωνιστεί τα φθηνά προιόντα, κυρίως της Κίνας, μεσω της μείωσης του εργατικού κόστους και κατ’ επέκταση τη μείωση των τιμών των προιόντων. Η Ελληνική κυβέρνηση συντάχθηκε πρόθυμα στη καταστροφική Γερμανική γραμμή για λιτότητα ενω την ίδια στιγμή υποσχόταν στο λαό ισορροπία και επαναφορά στην ανάπτυξη .Ομως, η πραγματικότητα έδειχνε μια οικονομία να καταρρέει με την τρόικα να επιβάλει και πάλι νέα μέτρα ακόμη μεγαλύτερης λιτότητας και διάλυσης του κοινωνικού ιστού μέσω του λεγόμενου μεσοπρόθεσμου προγράμματος.Με το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα τέθηκαν οι βάσεις για το τέλος του κοινωνικού κράτους αφου προέβλεπε τη μείωση των λειτουργικών δαπανών του δημοσίου, τη συγχώνευση φορέων του δημοσίου,αρα και τις απολύσεις όσων περισσέυουν,την αναδιάρθρωση των ΔΕΚΟ με νέες απολύσεις,την μείωση δαπανών για την υγεία(140εκατ. ευρώ) μέσω κλεισίματος νοσοκομείων, την επιβάρυνση των ασφαλισμένων με την επιπλέον συμμετοχη στις τιμές των φαρμάκων,τη μείωση των κοινωνικών παροχών(5,5δισ ευρώ) απο τη μείωση των επιδομάτων του ΟΑΕΔ,των εφάπαξ και των συντάξεων,αύξηση της φορολογίας και τέλος μειώσεις στους ΟΤΑ(1,5δισ ευρώ).Τέλος μέσω του εφαρμοστικού νόμου του μεσοπρόθεσμου προγράμματος συστάθηκε το ταμείο αξιοποίησης ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου(ΤΑΙΠΕΔ), ένας μηχανισμός που εξυπηρετούσε την ομαλότερη διαδικασία λεηλασίας της δημόσιας περιουσίας απο την τρόικα.Το ταμείο αυτό πήρε υπο την εξουσία του ολόκληρη τη περιουσία του δημοσίου, με στόχο το ξεπούλημα της στους δανειστές αφού τα έσοδα του ταμείου θα πήγαιναν αποκλειστικά στην αποπληρωμή του χρέους.Είναι ενδεικτική αυτής της λεηλασίας η παράγραφος 7 του αρθρου 2 του εφαρμοστικού νόμου οπου υπαγορέυει την αμετάκλητη κατοχή ενός περιουσικού στοιχείου στο ταμείο χωρίς δικαίωμα αναμεταβίβασης στον προηγούμενο κάτοχο.

Έτσι,το Ελληνικό κράτος παραδίδει την περιουσία του χωρίς δικαίωμα επανακτησής της ωστε να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη λεηλασία χωρίς δικαίωμα θεσμικής παρεμβολής προς τους δανειστές.Η Ελλάδα δηλαδή, γίνεται μια υποτελής και πλήρως απαξιωμένη χώρα χωρίς δικαίωμα πάνω στην ίδια της την περιουσία αφου ακόμα και μέσα στο διοικητικό συμβούλιο του ΤΑΙΠΕΔ παρίστανται εκπρόσωποι της τρόικας ωστε να ελέγχουν και να κατευθύνουν τη διαδικασία του ξεπουλήματος.Και ενω η Ελλάδα
κυριολεκτικα ξεζουμίζεται για να θωρακιστούν οι ελιτ, έρχεται ο βαθύς χαρακτήρας της κρίσης να φέρει άλλον ένα αναπόφευκτο κύκλο ύφεσης και συρρίκνωσης του Ευρωπαικού ΑΕΠ κάνοντας άμεση την ανάγκη μιας αναδιάρθρωσης του Ελληνικου χρέους.Ετσι,οι ελίτ της Ευρώπης προχωρούν σε μια μαζική καταστροφή κεφαλαίων μεσω του PSI, του κουρέματος δηλαδη των Ελληνικων ομολόγων που κατείχε ο ιδιωτικός τομέας(τράπεζες).

Το PSI το συνοδεύουν μέτρα 130δισ ευρώ, το λεγόμενο δεύτερο μνημόνιο, που συμφωνήθηκε τον Φλεβάρη του 2012.Με το δεύτερο μνημόνιο οι ελίτ επαναφέρουν τον εργασιακό μεσαίωνα με τη μείωση καρα 22% του κατώτατου μισθού και επιπλέον 10% για τους νέους κατω των 25 ετών ενω ταυτόχρονα καταργούνται οι φοροαπαλλαγές, μείωνονται κι άλλο οι συντάξεις, επιβάλλεται η εφεδρεία και οι απολύσεις 15 χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων,κλείνει ο Οργανισμος Εργατικής Κατοικίας και τέλος αυξάνεται ο ΦΠΑ σε τρόφιμα,φάρμακα και εισιτήρια των μέσων μεταφοράς.

Ουσιαστικά η Ελλάδα γίνεται προτεκτοράτο της Ευρώπης με το PSI να αποτελεί την κεφαλοποίηση του σχεδιασμού μετατόπισης των ζημιών της κρίσης απ΄τις ελίτ στο λαό,αφου με το κούρεμα των ομολόγων το Ελληνικό δημόσιο χρεοκοπεί, με τα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας να καταρρέουν και το αποθεματικό τους να μένει στο μισό, αφου επι πρωθυπουργίας Σημίτη είχε εξουσιοδοτηθεί η τράπεζα της Ελλάδας να παίρνει τα αποθεματικά των ταμείων και να τα κάνει ομόλογα,δηλαδή,τζόγο στο χρηματιστήριο Ετσι, τα χρήματα του Ελληνικού λαού έγιναν λάφυρο στα χέρια των τραπεζιτών, και μετα το PSI εξαυλώθηκαν, με τους συνταξιούχους να σπρωχνονται στο γκρεμό της ανέχειας και της φτώχειας.Επίσης, με το PSI το χρέος της χώρας περνά απ’ τα χέρια των ιδιωτών στα χέρια των κρατών-δανειστών κάτι που σήμαινε ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση απο τις ισχύρες χώρες της Ευρώπης αφου αυτές με τον εκβιασμό του χρέους μπορούν να επιβάλλουν ακόμη πιο σκληρά μέτρα στην Ελλάδα.

Σταχυολογώντας, λοιπόν, πάνω στα μνημόνια και τις διάφορες επικαιροποιήσεις τους, οπως αυτη του Φλεβάρη του 2013 με αιχμή την απόφαση για καθορισμό του κατώτατου μισθού απ΄τη κυβέρνηση, καταργώντας ετσι τις συλλογικές συμβάσεις και την όποια δυναμική του συνδικαλιστικού κινήματος, παρατηρούμε οτι σταδιακά και πραξικοματικά, ακόμα και για τους θεσμους της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας( αφου οι διατάξεις των μνημονίων εφαρμόζονται εν τάχει μέσω πράξεων νομοθετικού περιεχομένου), εγκαθιδρύεται στη χώρα ένα καθεστώς εκτάκτου ανάγκης.Μιας έκτακτης ανάγκης στην υπηρεσία των συμφερόντων του κεφαλαίου.

Και ενω η δημαγωγία για τη ”σωτηρία” της χώρας συνεχίζεται,μάταια πια, απ΄τη κυβέρνηση, η δυστυχία του Ελληνικού λαού καταγράφεται σε στατιστικές που όμοιες τους υπάρχουν μόνο σε χώρες που βιώνουν εμπόλεμη κατάσταση.1,5 εκατομμύριο άνεργοι,300 χιλιάδες παιδιά στερούνται τα βασικά αγαθά,44% των οικογενειών αδυνατούν για τη πλήρη διατροφή των παιδιών τους,30 χιλιάδες μαθητές βιώνουν επισιτιστική ανασφάλεια,350 χιλιάδες σπίτια είναι χωρίς ρεύμα, 1 εκατομμύριο εργαζόμενοι είναι απλήρωτοι απο 1 εως 12 μήνες,το 68% των Ελληνων ζεί κάτω απ΄το όριο της φτώχειας,55% μείωση στα εισοδήματα και 40% μείωση των ονομαστικών μισθών απο την αρχή της κρίσης.
Η Ελλάδα βρίσκεται πράγματι σε εμπόλεμη κατάσταση αφου η ντόπια και ξένη ελίτ έχει επιβάλλει στο λαό μια νέου τύπου κατοχή χωρίς καμιά προοπτική επανάκαμψης και επιστροφής στην έστω και επίπλαστη ευημερία.

Το βάθος της σημερινής κρίσης δεν είναι δυνατόν να ξεπεραστεί με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα λιτότητας αφου είναι αυτα που προλογίζουν το επόμενο και πιο ισχυρό ξέσπασμα της κρίσης Η λιτότητα φέρνει την ύφεση και η ύφεση την κρίση.Οι ελίτ είναι ξεκάθαρα ανίκανες, προς το παρόν, να διαχειριστούν τη κρίση και να διαμορφώσουν τους όρους επανάκαμψης,αφου για να γίνει αυτό χρειάζεται μια ραγδαία αναδιάρθρωση του μοντέλου κερδοφορίας των τελευταίων δεκαετιών.Άλλωστε, είναι ο χαρακτήρας
της νεοφιλελεύθερης οικονομίας και δη ο χρηματοπιστωτικός, η καρδιά δηλαδη της παγκόσμιας κερδοφορίας για πάνω απο 30 χρόνια, που αυτη τη στιγμή βρίσκεται ανίατα εκτεθειμένος. Η εντατικοποίηση της παραγωγής,η μετακίνηση των εργοστασίων στις φτηνές χώρες της Ασίας και κυρίως
η επένδυση των κερδών στα χρηματιστήρια, η μεταφορά δηλαδη των κεφαλαίων οχι και πάλι στη παραγωγή με επενδύσεις σε εξοπλισμούς και νέες τεχνολογίες αλλα κυρίως με επενδύσεις σε χρηματιστηριακά προιόντα, ήταν αυτά που καθόρισαν τη δομή της σύγχρονης οικονομίας. Η μεταφορά της κερδοφορίας απ΄την πραγματική οικονομία στην πλασματική των χρηματιστηρίων, ήταν αυτή που δημιούργησε και την τεράστια φούσκα που έσκασε το 2008 με το κραχ των Αμερικάνικων
τραπεζών. Σημερα,λοιπόν,που η κρίση κλυδωνίζει τη καρδιά της οικονομίας και οχι κάποια επι μέρους λειτουργία της, για να μπορέσει το κεφάλαιο να κερδοφορήσει και πάλι θα πρέπει είτε να ξαναγυρίσει στη φάση ενίσχυσης της παραγωγής, είτε να βρεί νέες τεχνολογικές καινοτομίες ως μεσο επενδύσεων .Όμως αυτή τη στιγμή και οι δύο περιπτώσεις αποκλείονται λόγω του παγκόσμιου ανταγωνισμού,αφου απο τη μια η ενίσχυση της παραγωγής θα σήμαινε επιστροφή στο κράτος πρόνοιας, κατι που σήμερα
είναι απαγορευτικό αφου ο ανταγωνισμός καθορίζεται απ΄τη υποτίμηση της τιμής των προιόντων αρα και της υποτίμησης των εργατών. Απ΄την άλλη οι επενδύσεις στις καινοτομίες εκτός απο ακριβές(πράσινη αναπτυξη) είναι και ιδιαίτερα επισφαλείς αφου στο σημερινό ασταθές νομισματικό περιβάλλον, που δημιουργεί η έξαρση της κρίσης είναι ριψοκίνδυνο για τις ελιτ να προχωρήσουν μαζικά σε επενδύσεις αβέβαιης αποτελεσματικότητας.Η μόνη λύση λοιπόν, όπως άλλωστε μας διδάσκει και η ιστόρικη εμπειρία είναι η μαζική καταστροφή κεφαλαίων δηλαδη η χρεοκοπία και η εξαφάνιση τραπεζών, οργανισμών ακόμα και χωρών.Όμως, στην παγκοσμια μορφή που έχει σήμερα η οικονομία και με τα ασύλληπτα για τον ανθρώπινο νού κεφάλαια που πρέπει να καταστραφούν, διαφαίνεται οτι η διαδικασία αυτη, ενω είναι αναπόφευκτη την ίδια στιγμή είναι και καθοριστική για το μέλλον οχι μόνο του καπιταλισμού αλλά ολόκληρης της ανθρωπότητας.Το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα γίνει η καταστροφή των κεφαλαίων δεν είναι ενα πλαίσιο απόλυτης σύμπλευσης της παγκόσμιας ελίτ αλλα ενα πλαίσιο ακραίου ανταγωνισμού.Το ποιά χώρα θα βγεί κερδισμένη και με τις λιγότερες απώλειες απο αυτη τη διαδικασία και κυρίως ποιά θα παίξει το καθοριστικό ρόλο της επόμενης μέρας επαναφέρει στο σήμερα το ζήτημα της επίλυσης της κρίσης μέσω ενός πολέμου.

Όμως πριν προχωρήσουμε σε μια ριψοκίνδυνη, αλλα καθόλου απίθανη, εκτίμηση για ένα νέο παγκόσμιο πόλεμο θα πρέπει να προετοιμαστούμε για τις πιο άμεσες επιπτώσεις της κρίσης με επίκεντρο τη χώρα μας.Η Ελλάδα βρίσκεται σ΄ενα οριακό σημείο.Οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις με την κοινά ομολογούμενη αδυναμία διαχείρηση του χρέους,με την άνοδο του φασισμού, με τον πλήρη αποδεκατισμό των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας και την επερχόμενη πτώση της κυβέρνησης
Σαμαρά είναι μόλις μερικά απ΄τα δεδομένα που συμπυκνώνουν τον ιστορικό χρόνο, οχι απαραίτητα υπερ της επαναστατικής υπόθεσης αλλα ενδεχομένως υπέρ ενός ακόμα πιο ακραίου, ολοκληρωτικού καθεστώτος απ’ αυτο στο οποίο ζούμε σήμερα.Η επεξεργασία αυτού του ιστορικού χρόνου και η δημιουργία των όρων που αυτός θα λειτουργήσει ενισχυτικά στην επαναστατική διαδικασία είναι ένα πρώτο καθήκον.Όμως, απο την αλλη και ελλείψει ενός ηδη συγκροτημένου επαναστατικού κινήματος οφείλουμε να προετοιμαστούμε για μια ενδεχόμενη ακαριαία πολιτική εκτροπή η οποία θα είναι μη διαχειρήσιμη χωρίς την απαραίτητη πολιτικό-στρατιωτική υποδομή μας. Και για να γίνουμε συγκεκριμένοι: αποτελεί ή οχι ενα μείζων ζήτημα το βραχυπρόθεσμο αδιέξοδο για τη διαχείρηση της κρίσης στην Ελλαδα και το ενδεχόμενο εξόδου της χώρας απ΄το ευρω;Είναι ζήτημα ή οχι ποιά θα είναι η επόμενη μέρα για τη χώρα και ποιόι θα αναλάβουν να τη κυβερνήσουν;Είναι ζήτημα ή οχι το επερχόμενο κυβερνητικό φιάσκο του ΣΥΡΙΖΑ και το ενδεχόμενο,μετά τη πτώση του, ακυβερνησίας και αλλεπάλληλων εκλογών αφου δεν υπάρχει μέχρι στιγμής εναλλακτικό αστικό κόμμα διαχειρηση;Είναι εν
τέλει ανοιχτό ή οχι το ενδεχόμενο,τοσο η Ελλαδα να ζήσει μια εξέγερση οσο και μια νέου τύπου χούντα;Και το κίνημα ποιά θεση παίρνει μέσα σ΄αυτα τα ενδεχόμενα;Mιας ακατάλυπτης συνθηματολογίας περι αντεξουσίας,ή μιας προετοιμασίας δομών πρώτα απ΄ολα για να αμυνθεί στην κατασταλτική λαίλαπα που ετσι κι αλλίως θα ακολουθήσει και ύστερα για να επιχειρήσει την καθοριστική έφοδο την κατάλληλη στιγμή;Πάνω σ΄αυτους τους προβληματισμους θεωρούμε οτι η ένοπλη δράση αποκτά μια βαρύνουσα σημασία σήμερα αφου το ζήτημα της συνολικής αντιπαράθεσης με την ελιτ και τους μηχανισμούς της φεύγει απ΄ την σφαίρα του ρομαντισμού και της υποκειμενικότητας
και μπαίνει στην ημερίσια διάταξη της άμεσης αναγκης για ανάπτυξη των δυνάμεων του κινήματος.Ο ένοπλος αγώνας γίνεται επίκαιρος και απαράιτητος όταν αναγνωρίζουμε το βαθμό της ταξικής επίθεσης που δεχόμαστε σήμερα, οταν αντιλαμβανόμαστε με διαύγεια,σχέδιο και προσοχή οτι ο αγώνας σήμερα χρειάζεται της απαιτούμενες υπερβάσεις απο όλους μας, για να μπορέσουμε να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων της εποχής.Ο ένοπλος αγώνας που διεξάγουμε εμείς, και καλούμε ολες τις ριζοσπαστικές δυνάμεις να συστρατευθουν μαζί μας, δεν θέλει και δεν μπορεί να είναι υποκατάστατο του λαικού-μαζικού παράγωντα.Απο θέση αρχής πιστεύουμε οτι μόνο ο λαός μπορεί να εκτρέψει
τα σχέδια των κυρίαρχων και να δημιουργήσει τις προυποθέσεις για μια επαναστατική κατάσταση. Σκοπός μας λοιπόν είναι μέσω των επιθέσεων μας να να λειτουργούμε τροχιοδεικτικά και να κατευθύνουμε τη λαική αγανάκτηση προς τον πραγματικό,ταξικό εχθρό, να στοχοποιούμε δηλαδή τους υπεύθυνους των κοινωνικών δεινών και να αποδεικνύουμε οτι δεν είναι άτρωτοι, δεν είναι απροσπέλαστοι. Όμως το πιο σημαντικό θεωρούμε πως είναι η δυνάμει αποτελεσματικότητα των ένοπλων επιθέσεων, ιδιαίτερα σήμερα,αφου μέσα σ΄ αυτότο εύθραυστο πολιτικό σκηνικό που ζούμε, απο τη μία η ένοπλη δράση μπορεί να αποσταθεροποιήσει τα σχέδια των ελίτ και απο την άλλη να
καθορίσει την ανάπτυξη των ευνοικών συσχετισμών προς την επαναστατική κατεύθυνση.Η ανακοίνωση της αποχώρησης του Γερμανου πρέσβη απ’την Ελλάδα μετα την επίθεσή μας ειναί μια τέτοια μικρή αλλα σημαντική νίκη.Θεωρούμε -και αυτο υπηρετούμε ως καθήκον- πως μια συσπείρωση των ομάδων κατω απο ενα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης παράλληλα με ένα μαζικό δυναμικό κίνημα θα μπορούσαν πραγματικά να αναπτύξουν δυνάμεις αναχαίτησης των μνημονίων και να παίξουν τελικά ενα καθοριστικό
ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας.

Στη δεδομένη συγκυρία λοιπόν, ο στόχος μιας πολιτικής ομάδας που φιλοδοξεί με τη δράση της να προωθήσει τις διαδικασίες πολιτικής συγκρότησης των προλεταριακών -λαϊκών δυνάμεων του τόπου, δεν μπορεί παρά να είναι επικεντρωμένος στην προσπάθεια σύνθεσης μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Ακριβέστερα, στη διαμόρφωση μιας νέας διαλεκτικής ανάμεσα στην επαναστατική τακτική και τη στρατηγική, η οποία θα επιχειρεί, συνδέοντας το ενδιάμεσο αίτημα με το συνολικό πρόταγμα να συναρθρώσει τη μεταρρυθμιστική πολιτική με την επαναστατική σε ένα ενιαίο πρόγραμμα πάλης.Αυτό το πρόγραμμα θα απαντά στα καίρια προβλήματα της εποχής όσο και στις δυνατότητες που αυτή ανοίγει για το σχηματισμό ,ενός νέου ιστορικού μπλοκ, ενός σύγχρονου -δυνάμει- επαναστατικού υποκειμένου. Υπό αυτήν την οπτική, ο βασικός άξονας σε μια διαδικασία (ανα)σύνθεσης της επαναστατικής στρατηγικής στη χώρα μας και συγκρότησης, κατ΄ επέκταση, μιας σύγχρονης μετωπικής λαϊκης οργάνωσης,ξεκινά απ΄τη δημιουργία σε πολιτικό επίπεδο ενός προγράμματος ανατροπής και οικοδόμησης, γύρω από το οποίο θα συσπειρωθεί και αργότερα θα συστρατευτεί το υπό ανάδυση μπλοκ. Και ένα τέτοιο πρόγραμμα, στη φάση αυτή τουλάχιστον που βρισκόμαστε σήμερα, δηλαδή
της εμβρυακής ζύμωσης και του ασθενικού ακόμα διαλόγου, δεν μπορεί να είναι, ούτε ένα είδος οδικού χάρτη που θα μας οδηγεί εκ του ασφαλούς στην επαναστατική κατάσταση ούτε πολύ περισσότερο η περιγραφή ενός ιδανικού μοντέλου λειτουργίας μιας άλλης κοινωνίας. Εξίσου όμως δεν μπορεί να είναι και μια αφηρημένη διανοητική κατασκευή που γρήγορα θα μετατραπεί, οπως τόσες αντίστοιχες στο παρελθόν σε ένα ακόμα “σχέδιο επί χάρτου” ή σε ένα νέο “σύμβολο πίστης” που θα απευθύνεται
αποκλειστικά στους εντός των τειχών μυημένους.

Αν θεωρούμε λοιπόν, ότι η γείωση του -υπό κατάρτιση- προγράμματος με την πραγματικότητα του κοινωνικού και ταξικού γίγνεσθαι, αποτελεί την εγγύηση που του διασφαλίζει τη λειτουργικότητα του ως εργαλείου επαναστατικού μετασχηματισμού, τότε, είμαστε υποχρεωμένοι να το “φορτώσουμε” κατά το σχεδιασμό του με το ειδικό βάρος κάποιων βασικών αντικειμενικών κριτηρίων. Συνοπτικά, τέτοια σε ότι μας αφορά στην περίοδο που διανύουμε, εκτιμούμε ότι είναι, αφενός ο εντοπισμός των κρίσιμων στόχων που θα ορίζουν την ρήξη και την ακύρωση των κεντρικών στηριγμάτων του αντιπάλου, εκείνων
δηλαδή των πολιτικών αιτημάτων που η υλοποίηση τους θα σήμαινε την αποσταθεροποίηση της αστικής εξουσίας και την εκκίνηση μιας εναλλακτικής πορείας για τον τόπο, και αφετέρου, η σύνδεση του (προγράμματος) με τις υπάρχουσες κοινωνικές και κινηματικές εμπειρίες αγώνα και πειραματισμού.Αυτόν ακριβώς τον ρόλο που αναζητά το πρώτο κριτήριο, διαδραματίζουν οι πολιτικοί στόχοι της εξόδου της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, της διαγραφής του χρέους, της εθνικοποίησης των τραπεζών και των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων και της ριζικής αναδιανομής εισοδήματος υπέρ των εργαζόμενων (τμήμα της οποίας αποτελεί βέβαια και η κατάργηση των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων). Δεν μιλάμε για την αναβίωση ενός “οικονομικού εθνικισμού” ή μιας “εθνικής περιχαράκωσης” όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, όυτε όμως και μεταρρυθμισμό όπως αυτάρεσκα διατείνονται οι “πούροι” αντικαπιταλιστές του Κ.Κ.Ε., τμήματα
της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και σχεδόν σύσσωμος ο αναρχικός χώρος, παραβλέποντας ότι η ταξική πάλη δεν διεξάγεται ποτέ ως καθαρή αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, ούτε βέβαια γύρω από αφηρημένες έννοιες οπως π.χ. η αταξική κοινωνία, αλλά πάντοτε γύρω από υλικά συμφέροντα και κοινωνικές ανάγκες, δηλαδή από τα ζωτικά αιτήματα-έστω και αντιφατικά- κάθε εποχής. (Και εδώ θα λέγαμε ότι ταιριάζει απόλυτα η γνωστή ρήση του Λένιν,για τις καθαρες Επαναστάσεις και τη ματαιότητα του να περιμένει κάποιος να τις δει όσο ζει). Αντίθετα, η παραπάνω στοχοθεσία, στο βαθμό βέβαια που διεκδικεί τη δημιουργία ενός μαχόμενου λαϊκού κινήματος, σηματοδοτεί το πέρασμα στη σύγκρουση με το σκληρό πυρήνα θωράκισης της αστικής εξουσίας της χώρας. Προσδιορίζει δε ρητά, το κρίσιμο σημείο για την εκκίνηση της πορείας της χώρας προς μια αυτοδύναμη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη ,απαλλαγμένη από τις προτεραιότητες της καπιταλιστικής κερδοφορίας και των αναγκαιοτήτων που η ιμπεριαλιστική εξάρτηση επιβάλλει. Παράλληλα προωθεί, τη -μειοψηφική μεν, ανερχόμενη
δε- λαϊκή απαίτηση για μια ριζική παραγωγική ανασυγκρότηση. Όχι -κατ’ αναγκη- με την έννοια μιας ποσοτικής μεγενθυνσης ούτε βέβαια ως μια ορθολογικοποιημένη εκδοχή καπιταλιστικής ανάπτυξης (όπως ανερυθρίαστα επαγγέλεται ο ΣΥΡΙΖΑ) αλλά ως συλλογική εμπιστοσύνη ότι στον τόπο αυτό υπάρχουν οι υλικοί και κοινωνικοί όροι και πόροι για μια ουσιωδώς καλύτερη ζωή. (Που ασφαλώς θα είναι στερημένη από τα καταναλωτικά και πολιτιστικά φετίχ με τα οποία γαλουχήθηκαν γενιές επί δεκαετίες, όμως θα εξασφαλίζει -έστω και οριακά και κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες τα πρώτα χρόνια- την πρόσβαση στα βασικά κοινωνικά και πολιτιστικά αγαθά σε όλη ανεξαιρέτως την εργαζόμενη κοινωνία).

Ακόμα (η στοχοθεσία αυτή), συνθέτει την πατριωτική με την ταξική και διεθνιστική πάλη καθώς συνδέει τον αγώνα για την ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας, που, σε συνθήκες ραγδαίας αποικιοποίησης η χώρα φαίνεται να έχει οριστικά απωλέσει, με το πρόταγμα της κοινωνικής και ταξικής χειραφέτησης. Ο προσδιορισμός από ταξική σκοπιά, λόγου περι “της προάσπισης των συμφερόντων της χώρας”,διαμορφώνει τους όρους, αφενός για την απεμπλοκή σημαντικού τμήματος του εργατικού-λαϊκού πληθυσμού από την κηδεμονία της συστημικής δημαγωγίας, και αφετέρου, για την
αποτελεσματική πολιτική σύγκρουση με τις φασιστικές δυνάμεις, που καιροφυλακτούν, ας μην το ξεχνάμε, σε μια επερχόμενη κοινωνική καταστροφή, για να αναλάβουν από τα αφεντικά τους, το χρίσμα της -δικτατορικής- διαχείρισης της. Για τον λαό άλλωστε, η κατέργηση των μορφών ανισοκατανομής της οικονομικής και πολιτικής δύναμης και η εγκαθίδρυση ενός διαφορετικού μοντέλου παραγωγικών σχέσεων θα ήταν αδύνατη χωρίς την προηγούμενη ανατροπή των ιμπεριαλιστών και των
ντόπιων υπηρετών τους.

Υπό αυτήν την έννοια, η ανύψωση της εγχώριας εργατικής τάξης (ή του “εργαζόμενου έθνους” κατά τον Μαρξ) σε ηγέτιδα κοινωνική δύναμη, και η επιβολή της ταξικής της ηγεμονίας επί της αστικής περνά αναπόδραστα (κάτι που γίνεται απόλυτα αντιληπτό σε συνθήκες στρατιωτικής κατάκτησης, όπως η εμπειρία των εγχώριων λαϊκών επαναστάσεων της δεκαετίας του ΄40 κατέδειξε περίτρανα),μέσα από την αποτίναξη των δεσμών της ιμπεριαλιστικής (επι)κυριαρχίας.Περνά απο τη σύγκρουση με την υποτέλεια και εν τέλει το δοσιλογισμό της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης, από τον οποίο η τελευταία και εξαρτά σε τελική ανάλυση την επιβίωση της. Κάτι τέτοιο αποτελεί και την πιο ολοκληρωμένη ίσως έκφραση προλεταριακού διεθνισμού απέναντι στις υποτελείς τάξεις των χωρών της Ε.Ε. αλλά και παγκόσμια, αφού η ανάπτυξη της πάλης στο εσωτερικό ενός εθνικού σχηματισμού, εκεί δηλαδή που αναπαράγεται πρωταρχικά ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής προτού διαρθρωθεί σε διεθνές επίπεδο στην κλίμακα της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, και η θραύση ενός κρίκου αυτής, δεν μεταβάλει τα δεδομένα και τους συσχετισμούς δύναμης μόνο στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό. Μια πορεία κοινωνικού μετασχηματισμου στην Ελλάδα, ιδίως μέσα στο εύφλεκτο περιβάλλον που δημιουργεί η δομική κρίση της Ε.Ε. και η συνακόλουθη υπεραντιδραστικοποίηση των πολιτικών της δομών, είναι ικανή να απελευθερώσει δυναμικές και να προκαλέσει σοβαρές αναταράξεις, γιατι όχι ένα ντόμινο λαϊκών εξεγέρσεων, παρόμοιο τηρουμένων των αναλογιών με εκείνο που συνέβη στις αραβικές χώρες πριν από λίγα χρόνια, μια Ευρωπαϊκή Άνοιξη των λαών ή ακόμα περισσότερο ένα νέο 1848, μια αλλήλουχία επαναστάσεων ενάντια στη σύγχρονη Ιερή Συμμαχία, τη φυλακή των λαών, την Ε.Ε. Σε στενή σύνδεση με το πρώτο, το δεύτερο κριτήριο που ορίσαμε ως καθοριστικό για την λειτουργικότητα ενός πολιτικού προγράμματος ως εργαλείου επαναστατικού μετασχηματισμού, η σύνδεση του δηλαδή με τον υπάρχοντα βηματισμό του κινήματος, συνιστά και τον όρο της εφαρμογής του. Γιατί όσο αληθινή και αν αποδείχθηκε μέσα στα χρόνια η ρήση του Μαρξ ότι “ένα βήμα πραγματικού κινήματος αξίζει όσο μια ντουζίνα προγράμματα” άλλο τόσο εύστοχη φαίνεται να είναι και η εμπειρική διαπίστωση ότι χωρίς σχέδιο και προγραμματισμό όχι μόνο βήμα δεν μπορεί να γίνει αλλά ούτε ακόμα και αυτό το ίδιο το κίνημα δεν μπορεί να υπάρξει καν. Η διαλεκτική, λοιπόν, ανάμεσα σε αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως
πολιτική έκφραση (πρόγραμμα) μιας -δυνάμει- επαναστατικής εμπροσθοφυλακής με τη ζωντανή εργατική, λαϊκή κίνηση, είναι στην πραγματικότητα το ζητούμενο με το οποίο καλούμαστε να διαπραγματευθούμε, εξετάζοντας το δεύτερο κριτήριο. Πρακτικά αυτό σημαίνει να αναμετρηθούμε με το ερώτημα, του πώς μπορεί σήμερα να διαμορφωθούν οι όροι ώστε να ξεκινήσει μια διαδικασία υλοποιησης του προγράμματος, και κατά δεύτερον και επεξηγηματικά ως προς το πρώτο, με δεδομένo το μεταβατικό χαρακτήρα του προγράμματος, πάνω σε ποιο έδαφος αυτή (η διαδικασία) θα αναπτυχθεί.

Ξεκινώντας την απάντηση μας αντίστροφα και πηγαίνοντας από το υποερώτημα στο κύριο, είναι νομίζουμε προφανές -και πάντως προκύπτει από όλη την προηγούμενη μας ανάλυση- ότι στο σύνολο του, η υλοποίηση ακόμα και ενός τέτοιου μίνιμουμ προγράμματος (το οποίο στην πλήρη του αναπτυξη περιλαμβάνει πολλά ακόμα στοιχεία όπως π.χ. τον εργατικό έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας,την πλέρια ανάπτυξη των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων κ.α.) απαιτεί επαναστατική ανατροπή,
αλλάγή Τάξης στην εξουσία και φυσικά συντριβή της αστικής κρατικής μηχανής. Προϋποθέτει δηλαδή, την νικηφόρα έκβαση σε έναν εμφύλιο πόλεμο και την εγκαθίδρυση μιας νέας -όχι καθ΄ ευατής – εξουσίας, της προλεταριακής λαϊκής (αντ)εξουσίας, η οποία, στηριζόμενη στη στρατιωτική και πολιτική ισχύ των, από κάθε πτυχή της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, δημοκρατικά εκλεγμένων οργάνων της, θα αναλάβει το έργο της προώθησηςτου κοινωνικου μετασχηματισμου όπως και την περιφρούρηση του
από τις ντόπιες και ξένες επιβουλές. Από αυτήν την τελευταία θα κριθεί άλλωστε και η βιωσιμότητα του αναγκαστικά άνισου οικονομικού και κοινωνικού πειραματισμού, μιας και όπως η ιστορική εμπειρία έχει καταδείξει, είναι το αποτέλεσμα της άμυνας, τόσο απέναντι στην υπονόμευση της ηττημένης -αλλά όχι εξοντωμένης- αστικής τάξη και του μηχανισμού της όσο και στον πολύπλευρο ιμπεριαλιστικό εκβιασμό (οικονομικο,στρατιωτικό,πολιτικο) που θα κρίνει την εξέλιξη του επαναστατικού εγχειρήματος. Ωστόσο πολύ πριν -ή μάλλον για να – φθάσουμε στο σημείο εκείνο από όπου η παραπάνω ουτοπία θα μοιάζει εφικτή και συγκεκριμένη, θα χρειαστεί να διανύσουμε μια μεγάλη απόσταση, να διαβούμε τη δική μας Μεγάλη Πορεία – χτίζοντας πλέον τις βασεις μας όχι στα βουνά, αλλά στις ζώνες κοινωνικής ερημοποίησης που αφήνει πίσω της η κρίση – και την οποία θα καθοδηγεί, κρατώντας το τιμόνι, η στρατηγική μας, ο στόχος δηλαδή της κοινωνικής επανάστασης και της αταξικής κοινωνίας ενώ την κίνηση θα μεταδίδει η τακτική μας, η πάλη για την κατάκτηση των συγκεκριμένων προγραμματικών στόχων που θέσαμε.

Δεδομένης βέβαια της κομβικότητας των στόχων αυτών είναι ευνόητο ότι ο χαρακτήρας των όποιων “μεταρρυθμιστικων αποσπάσεων” από το σύστημα θα είναι στρατηγικός όπως το ίδιο στρατηγική θα είναι και η αναδίπλωση στην οποία θα υποχρεώνεται ο αντίπαλος κάτω από την πίεση που θα του ασκείται. Την ίδια στιγμή όμως οι προδιαγραφόμενες “νικες” μας και “ήττες” τους θα είναι διαρκώς ασταθείς και διαφιλονικούμενες. Οι πρώτες,τοποθετημένες εκ των πραγμάτων εκτός του συστημικού πλαισίου διαχείρισης της κρίσης ( το οποίο ορίζεται από την ραγδαία υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης, την αύξηση της εξάρτησης από τα ιμπεριαλιστικα κέντρα και τη φασιστικοποίηση της κοινωνικής ζωής) θα δοκιμάζουν τα όρια και τις αντοχές του, ενώ οι δεύτερες, αναπτυσσόμενες στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας δεν θα μπορούν σε καμία περίπτωση να εξασφαλίσουν την πλήρη ικανοποίηση των εργατικών- λαϊκών συμφερόντων. Στο περιβάλλον αυτής της αντίθεσης, που
θα οξύνεται ακόμα περισσότερο από την εμβαθυνση του καθεστώτος φτωχοποίησης που αναμένεται, θα ξεπεταχτούν τα φύτρα ακόμα μεγαλύτερων αναμετρήσεων με την αστική εξουσία, που θα φέρουν στην επιφάνεια, λιγότερο ή περισσότερο ορμητικά, τα κρίσιμα επίδικα μιας επαναστατικής κατάστασης, με πρώτο και κύριο εκείνο που σχετίζεται με το ζήτημα της εξουσίας. Ή, προκειμένου να αποφύγουμε τις αρνητικές σημάνσεις που δημιουργεί σε μεγάλα κομμάτια του κινήματος ο παραπάνω όρος,
με αυτό του ποιά Τάξη ή ποιά κοινωνική συμμαχία θα αναλάβει το τιμόνι της χώρας και βάσει ποιού οράματος και ποιού προγράμματος θα απαντήσει στο ερώτημα του “πού θα πάει ο τόπος”. Ας προσγειωθούμε όμως ξανά στην… πεζή πραγματικότητα και ας εστιάσουμε την προσοχή μας πάλι στο αρχικό ερώτημα που θέσαμε, διατυπώνοντας το πλέον ως εξής: Με ποιό τρόπο και σε ποιό τόπο μπορεί να συναντηθεί σήμερα μια -δυνάμει- πολιτική πρωτοπορία με τη γενικευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια και οργή, προκειμένου μέσα από την αλληλεπίδραση τους να μετασχηματιστούν από κοινού σε μαζικό επαναστατικό μέτωπο, ικανό να κλονίσει και τελικά να ανατρέψει την
αστική επίθεση και κυριαρχία; Είναι τελικά αρκετή η συνεκτικότητα ενός προγράμματος πάλης, η διάρθρωση του πάνω στα κομβικα ζητήματα της τρέχουσας περιόδου, ο εμπλουτισμός του με μια-σχηματική έστω – περιγραφή της οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης της μετεπαναστατικής περιόδου για να επέλθει η πολυπόθητη ώσμωση μιας επαναστατικής εμπροσθοφυλακής με την εργατική- λαϊκή κίνηση; Πιστεύουμε πως όχι. Αν κάτι τέτοιο άλλωστε ίσχυε τότε αυτή θα ήταν πραγματικότητα εδώ και χρόνια. Τέτοιες προγραμματικές διακηρύξεις, μάλιστα πολύ πιο σύνθετες και διεισδυτικές από τις δικές μας, διαθέτει η Αριστερά και δη η εξωκοινοβουλευτική, εδώ και δεκαετίες.
Και επειδή η σύνδεση της με τις εργατικές-λαϊκές μάζες είναι γνωστό ότι παραμένει από αποτυπώδης έως αναιμική,δικαιούμαστε να συμπεράνουμε, όχι βέβαια αυτό το οποίο καταλήγουν να υπονοούν τμήματα της, ότι δηλαδή την ευθύνη για αυτό φέρει η… ανωριμότητα του κόσμου, αλλά ότι το πραγματικό πολιτικό έλλειμα, που είναι για όλους μας κοινό, εντοπίζεται αλλού. Στους ίδιους λόγους υποθέτουμε που έκαναν τον Μαρξ – προκειμένου να δείξει ότι χωρίς την διαλεκτική της με την Πράξη η Θεωρία
είναι ένα κενό γράμμα- να παρατηρήσει ότι “‘ενα βήμα πραγματικού κινήματος αξίζει περισσότερο από μια ντουζίνα προγράμματα”.Ας αναζητήσουμε λοιπόν, στη γεφύρωση αυτού του χάσματος ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη τη δυνατότητα μιας ουσιαστικής πολιτικής ζύμωσης και μιας αληθινά μαζικής κοινωνικής απεύθυνσης. Στην παραγωγή πολιτικών γεγονότων και πράξεων, στη δημιουργία νέων, κοινωνικών και κινηματικών, παραδειγματων. Εκεί εντοπίζεται άλλωστε και η βαθύτερη ουσία της
πολιτικής δράσης και είναι η ανάδειξη αυτού του στοιχείου της που την μετατρέπει από έναν “τεχνικό χειρισμό” σε πραγματική Τέχνη.

Προτού λοιπόν οι εκάστοτε θεωρητικές συμφωνίες (προγράμματα) και οι αντίστοιχες “αυτόκλητες” πρωτοπορίες που τα εκπονούν, επιχειρήσουν από κοινού να συγκροτήσουν νέες πολιτικές ταυτότητες εκ του μηδενος – για να εκπλαγούν εκ νέου από τα πενιχρά αποτελέσματα των προσπαθειών τους- ας στρέψουν τα βλέμματα τους εκεί όπου αυτές πραγματικά γεννιούνται. Στις συγκεκριμένες συλλογικές πρακτικές του κινήματος και της κοινωνίας, στα σπέρματα των νέων παραδειγμάτων που μάχονται αβοήθητα να διαρθρωθουν σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής ζωής. Εκεί πρέπει να κατέλθει η, θρονιασμένη -συχνά σε ανύπαρκτες-αγωνιστικές περγαμηνές πρωτοπορία (είτε αυτή λέγεται πολιτική ομάδα, κόμμα, επαναστατική οργάνωση) αν θέλει πραγματικά να συμβάλλει στον μετασχηματισμό των
επιμέρους, κοινωνικών και κινηματικών,κινήσεων σε συνολικό επαναστατικό ρεύμα, που δεν θα επιζητά πλέον τη διάρθρωση του, αλλά την ίδια του την ηγεμο-νια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, νοηματοδοτείται θα λέγαμε και το περιεχόμενο της σύγχρονης μαζικής πολιτικής.Όχι ως επίκληση μιας -πάντα σχετικής άλλωστε- ποσότητας, στην οποία καταφευγει μόνιμα η Αριστερά προκειμένου να βρει άλλοθι για την αδράνεια της, αλλά ως πολιτικής που στοχεύει στο σήμερα, και όχι σε κάποιο
μακρινό επέκεινα. Άλλωστε, πολύ πριν -ή μάλλον για να- φθάσουμε στο σημείο μια υποτελής τάξη να επικυρώσει μέσω της στρατιωτικής της ισχύος την κυριαρχία της, αυτή θα πρέπει ήδη να αποτυπώνεται παντού: από την ιδεολογία και την παραγωγή ως την πολιτική, τον πολιτισμό και την τέχνη του πολέμου.

Η υιοθέτηση μιας τέτοιας αντίληψης βέβαια, προϋποθέτει τη διάρρηξη με το παραδοσιακό πλαίσιο θεώρησης της επαναστατικής διαδικασίας, που θέλει κατά κάποιο τρόπο την περίοδο της ανατροπής διαχωρισμένη από εκείνην της οικοδόμησης. Στο δικό της πλαίσιο ,τα δύο παραπάνω επίπεδα χάνουν την αυτονομία τους, και συμφύονται συγκροτώντας μια νέα ταυτότητα της, με τις δύο φαινομενικά αντίθετες μορφές της: η ειρηνική με τη βίαιη, η νόμιμη με την παράνομη, η μαζική με την ατομική. Πρακτικά αυτό σημαίνει το συγκερασμό, για να θυμηθούμε τον Γκράμσι, ενός πολέμου Θέσεων με
έναν πόλεμο Κινήσεων. Ενός πολέμου “ειρηνικού” από τη μία μεριά, που θα περιλαμβάνει την ανάπτυξη οργάνων ταξικής και λαϊκής πάλης ( σωματεία βάσης, επιτροπές αγώνα κ.α) και κυτάρρων (αντ)εξουσίας( δομές παραγωγής, υγείας, παιδείας,πολιτισμού) με ένα κυριολεκτικά “βίαιο” πόλεμο που θα περιλαμβάνει απευθείας εφορμήσεις, συγκρούσεις και ρήξεις με τον ταξικό εχθρό και τους μηχανισμούς του ( μαχητικές διαδηλώσεις, πράξεις λαϊκής αυτοάμυνας και εκδίκησης, ENOPLH προπαγάνδα).

Αυτή η θεώρηση για την επαναστατική διαδικασία γενικά, μεταβάλει όπως είναι επόμενο και την οπτική μας, για τη φάση του επαναστατικού άλματος ειδικά.Η επανάσταση γίνεται πλέον αντιληπτή όχι ως στιγμή, όπως επιθυμεί διαχρονικά ο πάσης φύσεως ρεφορμισμός, προκειμένου να μας οδηγήσει σε αυτήν μέσα από μια διαδικασία -αέναης τελικά- συγκεντρωσης δυνάμεων και αλεπάλληλων, ειρηνικών μεταβολών των συσχετισμών. Ούτε όμως και σαν το είδος της απευθείας εφόδου στα εκάστοτε χειμερινά ανάκτορα, όπως φαντασιώνεται μια απλοϊκή κομμουνιστική ή αναρχική αφήγηση, αλλά ως μια μακρά διαδικασία, μια διαρκή στιγμή ( γενική και μερική, βίαιη και ειρηνική) πολιορκίας των θέσεων οχυρών του ταξικού εχθρού.Μια απόπειρα επαναδιατύπωσης του επαναστατικού προτάγματος
ωστόσο, δεν μπορεί παρά να επιδρά-καθοριστικά μάλιστα- και στην φυσιογνωμία του φορέα που φιλοδοξει να γίνει ο εκφραστής του. Στα πλαίσια μιας σύγχρονης επαναστατικής αφήγησης λοιπόν, η δύσκαμπτη μορφή της παραδοσιακής ταξικής πολιτικής οργάνωσης παραχωρεί τη θέση της σε μια νέα, αυτής του αυστηρά οργανωμένου κινήματος. Σε αντίθεση όμως με τον ένδοξο προκάτοχο του, η σύγχρονη εκδοχή του πάλαι ποτέ προλεταριακού-λαϊκού Μετώπου, δεν αναζητα την ενότητα της Τάξης, σε μια προερχόμενη από κεντρικές πρωτοβουλίες,συμμαχία με τις υπάρχουσες εργατικές οργανώσεις αλλά κυρίως εκεί που εκδηλώνεται η πραγματική πολιτική στράτευση της εποχής μας.Στα κοινωνικά κινηματικά και παραγωγικά παραδείγματα που γεννιούνται μαζικά και αυθόρμητα, εντός της συνθήκης της καθολικής κρίσης και της ρευστότητας των ταυτοτήτων και των σχέσεων πολιτικής εκπροσώπησης που αυτή γεννά.Σε αυτό το επίπεδο εκτιμούμε ότι θα κριθεί τελικά και ο πραγματικός συσχετισμός ισχύος στις μεγάλες ταξικές αναμετρήσεις που πλησιάζουν.Στην ικανότητα που θα επιδείξουν οι σύγχρονες επαναστατικές εμπροσθοφυλακές στη συγκρότηση ενός παράλληλου και ανταγωνιστικού κόσμου αγώνα και αλληλεγγύης, στην οικοδόμηση μιας σύγχρονης δυαδικής εξουσίας, αδύνατης και εμβρυακής στο ξεκίνημα της, που όμως θα υπάρχει και θα αναπτύσσεται και από την οποία θα αναδύονται προοδευτικά οι κοινωνικές και πολιτικές μορφές μιας άλλης κοινωνίας, εμπνευσμένης από τις πανανθρώπινες αξίες του κομμουνισμού και της αναρχίας.

Κινούμενοι σε αυτήν την κατέυθυνση λοιπόν, απευθύνουμε νέο-ελπίζουμε πιο ηχηρό αυτή τη φορά- κάλεσμα, προς όλες τις προλεταριακές-λαικές δυνάμεις του τόπου που κατανοούν την αναγκαιότητα αυτή, να προχωρήσουμε άμεσα και χωρίς άλλες χρονοτριβές σε μια αντιευρωπαική-αντικαπιταλιστική καμπάνια,μέσω ένοπλων επιθέσεων, διαδηλώσεων και συγκρούσεων, αλλά και στην απο κοινού επεξεργασία ενός επαναστατικού προγράμματος ανατροπής και οικοδόμησης, το οποίο θα θέσει τις βάσεις για τη μελλοντική διατύπωση του ” τι είναι και τι θέλει” του λαικού επαναστατικού μετώπου της εποχής μας.Το εξάμηνο της Ελληνικής προεδρίας της ΕΕ προσφέρει-απο κάθε άποψη- σημαντικές ευκαιρίες προς την κατέυθυνση αυτή. Ας τις εκμεταλλευτούμε.

Ομάδα Λαικών Αγωνιστών

Τηλέφωνημα στο zougla.gr για την προκήρυξη

Άγνωστος τηλεφώνησε το μεσημέρι της Τρίτης στην ηλεκτρονική εφημερίδα και ανέφερε ότι πίσω από συγκεκριμένο ΚΑΦΑΟ του ΟΤΕ στην περιοχή των Εξαρχείων έχει τοποθετηθεί μία μoβ σακούλα όπου περιέχεται η προκήρυξη για επιθέσεις, μεταξύ αυτών και το «χτύπημα» στο σπίτι του Γερμανού Πρέσβη.

Το ΚΑΦΑΟ όπου τοποθετήθηκε η προκήρυξη

Οι εγκαταστάσεις της Mercedes Benz

Tα γραφεία της Mercedes

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης