Χάθηκε… στη μετάφραση η δίκη για το μεγαλύτερο σκάνδαλο της μεταπολίτευσης που αφορά στη διακίνηση μαύρων χρημάτων της Siemens. Ύστερα από 10 ολόκληρα χρόνια η υπόθεση, η οποία αποτελεί την «κορωνίδα» της διαπλοκής στη χώρα μας, εξακολουθεί να είναι στο σημείο 0.
Η μη μετάφραση του παραπεμπτικού βουλεύματος οδήγησε στην επ’ αόριστον αναβολή της δίκης για τη σύμβαση της προμήθειας ψηφιακών κέντρων του ΟΤΕ 8002/1997, με 64 κατηγορουμένους να έχουν παραπεμφθεί στο εδώλιο.
Η σκανδαλώδης καθυστέρηση μετάφρασης του παραπεμπτικού βουλεύματος στη μητρική γλώσσα των αλλοδαπών κατηγορουμένων αποτέλεσε «νομικό σκόπελο» για το δικαστήριο, το οποίο κατέφυγε στη λύση της αναβολής.
Η εξέλιξη αυτή αναδεικνύει τις παθογένειες της ελληνικής Δικαιοσύνης, σε μια υπόθεση μάλιστα στην οποία καραδοκεί ο κίνδυνος παραγραφής αδικημάτων, όπως είχε τονίσει στην προηγούμενη συνεδρίαση ο εισαγγελέας Χαράλαμπος Τζώνης.
Σύμφωνα με πηγές της Εισαγγελίας Εφετών, η ευθύνη βαρύνει τη μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, όπου έγιναν επανειλημμένες υπομνήσεις για την άμεση μεταγραφή του βουλεύματος, οι οποίες ωστόσο δεν ευοδώθηκαν.
Συγκεκριμένα, το δικαστήριο έκανε δεκτή την ένσταση ακυρότητας της κλήσης και του παραπεμπτικού βουλεύματος των 13 Γερμανών κατηγορουμένων και του Γαλλοελβετού κατηγορουμένου Ζαν Κλωντ Όσβλαντ.
Η ακυρότητα της κλήσης και του βουλεύματος -σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου- έγκειται στο γεγονός πως δεν είχε μεταφραστεί στη μητρική τους γλώσσα, δηλαδή στη γερμανική και τη γαλλική.
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ανακοίνωσε πως από τη νομολογία, την ελληνική νομοθεσία, την ΕΣΔΑ και τα διεθνή σύμφωνα επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας να μεταφράζεται το παραπεμπτικό βούλευμα στη γλώσσα που ομιλεί ο κατηγορούμενος.
Με εξαίρεση, όπως τόνισε, μόνο μία δικαστική απόφαση, σύμφωνα με την οποία δεν επιβάλλεται η μετάφραση, εφόσον η κατηγορία δεν έχει υποστεί μεταβολή.
Ωστόσο, ο πρόεδρος επεσήμανε πως στην προκειμένη περίπτωση η κατηγορία σε πολλούς εκ των κατηγορουμένων έχει διαφοροποιηθεί με το βούλευμα.
Με αυτό το σκεπτικό το δικαστήριο δέχθηκε την ένσταση των συνηγόρων υπεράσπισης, κήρυξε άκυρη την επίδοση της κλήσης και του βουλεύματος και απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τους αλλοδαπούς κατηγορουμένους.
Επίσης, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση ελλείψει νομικής κλητεύσεως ως προς το πρόσωπο του Φάνη Λυγινού, συνεργάτη του Γαλλοελβετού τραπεζίτη Ζαν Κλωντ Όσβλαντ, καθώς έκανε δεκτή την ένσταση των συνηγόρων υπεράσπισής του περί μη νόμιμου κλήτευσής του στο ακροατήριο. Κι αυτό διότι, όπως ανέφερε ο πρόεδρος, το παραπεμπτικό βούλευμα επιδόθηκε στους συνηγόρους, οι οποίοι είχαν δηλώσει πως δεν τον εκπροσωπούσαν πια.
Συνεπώς, όπως ανακοίνωσε ο πρόεδρος, το δικαστήριο ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης σε άλλη δικάσιμο, προκειμένου να γίνει μετάφραση του βουλεύματος εξαιτίας της μη νομίμως κλητεύσεως των κατηγορουμένων και για το ενιαίο της κρίσεως για τους λοιπούς, προκειμένου να επιδοθεί το βούλευμα με τον κατάλογο μαρτύρων και αναγνωστέων στους κατηγορουμένους μεταφρασμένο στη μητρική τους γλώσσα, γερμανική ή γαλλική.
Η υπόθεση αφορά σε συνολικά 64 κατηγορουμένους, οι οποίοι έχουν παραπεμφθεί σε δίκη, αφού φέρονται, σύμφωνα με την κατηγορία, να εμπλέκονται σε «παράνομες πληρωμές» στο πλαίσιο της σύμβασης μεταξύ της εταιρείας Siemens και του ΟΤΕ για την προμήθεια ψηφιακών κέντρων, που υπεγράφη το 1997 επί υπουργίας Τάσου Μαντέλη, ο οποίος δικάζεται από άλλο δικαστήριο, καθώς η δικογραφία έχει διαχωριστεί.
Μεταξύ των κατηγορουμένων που παραπέμπονται στο εδώλιο είναι τα άλλοτε μεγαλοστελέχη της γερμανικής εταιρείας στην Ελλάδα, Μιχάλης Χριστοφοράκος, Χρήστος Καραβέλας, Πρόδρομος Μαυρίδης και Ηλίας Γεωργίου, πρώην στελέχη του ΟΤΕ, όπως ο Γιώργος Σκαρπέλης, και 13 Γερμανοί κατηγορούμενοι, μεταξύ αυτών και ο Ράινχαρντ Σίκατσεκ.
Ανάμεσα στους κατηγορουμένους και ο άλλοτε ισχυρός άνδρας του ΠΑΣΟΚ Θόδωρος Τσουκάτος, που φέρεται να έλαβε 1 εκατομμύριο γερμανικά μάρκα, τα οποία ο ίδιος υποστηρίζει ότι μπήκαν στο ταμείο του κόμματος.
Οι όποιες αποφάσεις για την εξέλιξη της δίκης θα ληφθούν μετά το τέλος Αυγούστου.